Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3/4/12

Η διακριτική γοητεία των αντιφάσεων ή αλλιώς...μάθετε να χτίζετε

2 comments
Οι αντιφάσεις και οι αντινομίες που διατυπώνονται στο δημόσιο πολιτικό διάλογο είναι αξιοσημείωτες. Τις περισσότερες φορές, όταν και είναι προδήλως αντιληπτές, εξηγούνται ως η αναπόφευκτη, γενετική αδυναμία του ιδεοληπτικού πολιτικού λόγου. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου απροσδόκητο να ενδημούν και στον πολιτικό λόγο που -κατά τα φαινόμενα- εμφανίζεται ως απροκατάληπτος και προοδευτικός. Τότε, είναι περισσότερο αφανείς, δυσδιάκριτες και συνήθως κρύβονται πίσω από γοητευτικά και ελκυστικά πολιτικά συνθήματα.
Δείτε για παράδειγμα το αίτημα για την δημιουργία ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Το πρόταγμα για την παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας διατυπώνεται από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών σχηματισμών, ακόμα και μερικών που κατά την τρέχουσα -ανοήτως κατασκευασμένη- πολιτική τυπολογία τοποθετούνται στον αντιμνημονιακό πόλο. Αλήθεια, υπάρχει πολιτικός διάλογος για το τι σημαίνει «Νέο Παραγωγικό Μοντέλο»; Οι περισσότεροι επιμένουν στον επικοινωνιακό πληθωρισμό ενός συνθήματος που απλώς ακούγεται ωραίο, ενώ κάποιοι άλλοι υπαινίσσονται ένα «άλλο ελληνικό κράτος-πατερούλη που είναι εφικτό!» και που με πενταετή πλάνα ανάπτυξης και εθνικά στρατηγικά σχέδια (sic) θα προσφέρει την πολυπόθητη ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Ακόμα και κάποιοι -που παριστάνουν; - τους προοδευτικούς μεταρρυθμιστές και που δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η παραγωγική αναδιάρθρωση σημαίνει δομικούς μετασχηματισμούς στο κράτος και στην οικονομία, με σχετική ευκολία και πάντως δίχως περαιτέρω εξηγήσεις οδύρονται δημόσια για το κλείσιμο εμπορικών καταστημάτων, για το «τέλος» φθινόντων, μη ανταγωνιστικών οικονομικών κλάδων, για τη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται στο δημόσιο τομέα, για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ αγοράς και πανεπιστημίου.
Ένα ακόμα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το σχεδόν καθολικό αίτημα για εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής στη βάση ενός ολοκληρωμένου επιχειρηματικού δικτύου αγοράς που θα συνενώνει με αποτελεσματικό τρόπο τους διαφορετικούς κρίκους της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας (παραγωγή, συσκευασία, τυποποίηση, μεταποίηση, διανομή, πώληση, εξαγωγές). Αλήθεια, πώς συμβιβάζεται αυτή η πολιτική και οικονομική πρόταση με την θέση περί της αναγκαιότητας εξάπλωσης της πρακτικής της απ’ ευθείας πώλησης προϊόντων από τον παραγωγό στον καταναλωτή; Οι υπαρκτές δυσλειτουργίες της ελληνικής αγοράς έχουν οδηγήσει στο τεράστιο άλμα πολιτικής όπου ο υποτιμητικός τίτλος «μεσάζοντες» είναι ικανός να χωρέσει όλα τα ενδιάμεσα στάδια μεταξύ παραγωγής και πώλησης. Κάπως έτσι, στο δημόσιο διάλογο, στα media, στην τοπική αυτοδιοίκηση έχει εντυπωθεί ο αντιφατικός συμβιβασμός μεταξύ της πολιτικής πρότασης για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στη γεωργία και της ενθάρρυνσης του «κινήματος της πατάτας».
Δείτε και μερικά άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου τύπου αντιφάσεων στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική συμπεριφορά. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα ομνύει στην ανάγκη να επενδύσουμε στη νέα γενιά ως το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα σε συνθήκες έντονης δημογραφικής ανισορροπίας. Την ίδια στιγμή, υπό την πλάνη ότι οι δημόσιοι πόροι είναι απεριόριστοι και ότι στην οικονομία δεν υπάρχουν σχέσεις ανταλλαγής (trade-offs), το ίδιο πολιτικό σύστημα με τη διαμεσολάβηση των media επιμένει σε μία ιδιότυπη συνταξιολαγνεία. Πόσοι, άραγε, παραξενεύτηκαν όταν οι πολιτικοί αρχηγοί μετά το τέλος μίας συνάντησής τους με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν λίγους μήνες, δήλωσαν ότι συζητούσαν επί επταώρου για τις επικουρικές συντάξεις, ενώ την ίδια στιγμή κατόρθωσαν να χωρέσουν στις πολιτικές τους δηλώσεις και το ζήτημα της ανεργίας των νέων; Υποθέτω, όχι πολλοί. Είναι εκείνοι, τέλος πάντων, που καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά όταν κάποιος δηλώνει ότι απεχθάνεται τον λαϊκισμό αλλά την ίδια στιγμή κάθε πρόταση του αρχίζει ή τελειώνει με το «αυτό που θέλει ο ελληνικός λαός είναι….» , δείχνοντας τεράστια αυτοπεποίθηση υποδυόμενος έναν ακόμα αυθεντικό εκφραστή της κοινωνίας. Δείτε και αυτό που συμβαίνει τελευταία με την πνευματική ελίτ του τόπου και τους ηγέτες (;) των πανεπιστημίων. Έχουν γράψει χιλιόμετρα ολόκληρα με άρθρα, δημόσιες παρεμβάσεις και πολιτικές διακηρύξεις φερόμενοι να γνωρίζουν ακριβώς τι χρειάζεται να γίνει στη χώρα για να σωθεί, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο εμφανίζουν μία απίστευτη δυστοκία να εφαρμόσουν ένα νόμο στο δικό τους πεδίο.
Οι αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο έχουν βαθιές ρίζες στην πολιτική συμπεριφορά. Άλλωστε, η ίδια η πορεία της μεταπολίτευσης μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα μίας διαλεκτικής των αντιφάσεων. Την ίδια στιγμή που εδραιώνεται η Δημοκρατία και ένας σύγχρονος συνταγματικός πολιτισμός γιγαντώνεται το πελατειακό κράτος του παρασιτισμού και της ανομίας. Ο πολιτισμός δικαιωμάτων συμβιώνει με ένα ατροφικό πολιτισμό υποχρεώσεων. Ο εκδημοκρατισμός των κοινωνικών θεσμών (οργανώσεις της εργασίας, πανεπιστήμια) παράγει εκτρωματικές, τυραννικές μειοψηφίες. Η θεμελίωση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων συνυπάρχουν με άνισα προνόμια, ανισότητες και κραυγαλέες αδικίες. Η επιλογή υιοθέτησης του κοινού νομίσματος συμβαδίζει με τη θεσμική υποστήριξη μίας αντιπαραγωγικής, δανειοκίνητης οικονομίας.
Δεν υπάρχει προοδευτικός λόγος με ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο αν δεν μπορεί να ανιχνεύει, να αποφεύγει και να «θεραπεύει» τέτοιες αντιφάσεις και αντινομίες στο δημόσιο πολιτικό διάλογο. Είναι μία θεμελιώδης αδυναμία που έχει στερήσει στον προοδευτικό χώρο να εξοπλιστεί με μία «μεταρρυθμιστική τεχνολογία» που περιλαμβάνει λόγο, διαπραγμάτευση, πολιτική πρακτική και δράση που απαντούν με θεωρητική και εμπειρική τεκμηρίωση στο γιατί, στο πότε και στο πώς κάθε αλλαγής και μπορούν να προωθούν μεταρρυθμίσεις με αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Για τις προοδευτικές δυνάμεις η απόκτηση «μεταρρυθμιστικής τεχνολογίας» απαιτεί μία ιστορική παραχώρηση, μία πολιτική «υποβάθμιση» που προϋποθέτει το πέρασμα από τα μεγάλα οράματα στις μικρές και συγκεκριμένες επιτυχίες, που προϋποθέτει την αναγνώριση της ανάγκης ότι σήμερα δεν χρειαζόμαστε τους μεγάλους αρχιτέκτονες της πολιτικής αλλά πολλούς και καλούς μηχανικούς και χτίστες….

13/11/10

Τοπικές επιλογές και κοινωνική ευημερία: μία χαμένη ευκαιρία (;)

2 comments
Η πολιτική επιλογή της σύνδεσης των εκλογών της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης με την κυβερνητική (οικονομική) πολιτική αποτελεί σημείο αναφοράς στη δημόσια συζήτηση. Ωστόσο, ο δημόσιος διάλογος και η πολιτική αντιπαράθεση αρθρώθηκαν αποκλειστικά σε ατυχή «μανιχαϊστικά» διλήμματα (ναι ή όχι στο Μνημόνιο) και σε ιδιότυπες ασκήσεις αναγωγής των εκλογικών επιδόσεων (Ά γύρος) σε όρους πολιτικής-κομματικής ισχύος. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, το πολιτικό εκκρεμές μεταξύ τοπικών επιλογών και εθνικών διλλημάτων γέρνει σαφώς υπέρ των δεύτερων. Ωστόσο, η -αναπόφευκτη- σύνδεση των εκλογών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με το Μνημόνιο, θα μπορούσε να διαμορφώσει συνθήκες διαλόγου με άξονα βαρύτητας τις τοπικές επιλογές και αξιακό διακύβευμα την «κοινωνική ευημερία».

Η ύφεση, τα ασφυκτικά μακροοικονομικά περιθώρια και η οικονομική πολιτική λιτότητας έχουν άμεση επίπτωση στην κοινωνική ευημερία. Η απώλεια εισοδημάτων (ανεργία, μισθοί, συντάξεις, ζημίες …) χειροτερεύει την καταναλωτική ικανότητα, ανακόπτει προσωπικές συνήθειες, ανατρέπει βίαια προσδοκίες και σχέδια ζωής, προκαλεί αβεβαιότητα, ανασφάλεια και -συχνά- φτώχεια και γενικώς οδηγεί σε χαμηλότερη πραγματική ατομική και κοινωνική ευημερία. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία των διαρκώς συρρικνούμενων εισοδημάτων και ευκαιριών υπάρχουν αντισταθμίσματα ως προς τη -ει δυνατόν- συγκράτηση του επιπέδου κοινωνικής ευημερίας και τη δυνατότητα ανάσχεσης της χειροτέρευσης της ποιότητας ζωής.

Τέτοιου τύπου αντισταθμίσεις μπορούν να προσφέρουν οι τοπικές επιλογές. Αρκεί να διευρύνουμε την πολιτική και κοινωνική αντίληψη για τους προσδιοριστικούς παράγοντες της κοινωνικής ευημερίας, να αναζητήσουμε εναλλακτικές τοπικές δυνατότητες και ευκαιρίες, να αποδεσμευτούμε -έστω και προσωρινά- από τις εμμονές σε “mega” πολιτικά οράματα και μακροιστορικές αναλύσεις και να διαμορφώσουμε πολλαπλές μικρο-αφηγήσεις. Αρκεί να γίνει μία ουσιαστική πολιτική συζήτηση για τις εναλλακτικές τοπικές επιλογές που μπορούν να ενισχύσουν την πραγματική κοινωνική ευημερία των πολιτών.

Υπάρχουν; Νομίζω πως ναι, ακόμα και σε συνθήκες μακροοικονομικής στενότητας και ύφεσης.

Η σύμπραξη τοπικών δομών πρόνοιας και κοινωνίας των πολιτών, η «από τα κάτω» αναστροφή της τάσης «ιδιωτικοποίησης» των κοινωνικών αγαθών, η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, η φροντίδα των σχολικών υποδομών και η συνέργεια τοπικής κοινωνίας και σχολικής κοινότητας για τη μείωση της σχολικής διαρροής, η ισότιμη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά, η υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, η αξιοποίηση και η προστασία των ελεύθερων χώρων και του φυσικού περιβάλλοντος, η ενίσχυση της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και των συνεργατικών πρωτοβουλιών (π.χ. συνεταιρισμοί), η αποτελεσματική διαχείριση των περιφερειακών προγραμμάτων με βάση τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, η ενίσχυση της ασφάλειας των πολιτών και η αναμόρφωση των αστικών προτύπων ανάπτυξης είναι θέματα με σημαντική θετική επίπτωση στην πραγματική ατομική και κοινωνική ευημερία.

Τι χρειάζεται;

Την αποτελεσματικότερη δυνατή και διαφανή αξιοποίηση των περιορισμένων πόρων που έχουμε στη διάθεσή μας, την εγρήγορση των τοπικών κοινωνιών, το ξύπνημα των δημιουργικών ενστίκτων «επιβίωσης», κοινωνικής αλληλεγγύης και δημιουργικής πρωτοβουλίας.

Ήταν απαραίτητος ένας ουσιαστικός πολιτικός διάλογος για αυτή την οπτική της σύνδεσης των αυτοδιοικητικών εκλογών με τις τοπικές επιλογές βελτίωσης της κοινωνικής ευημερίας. Αν έγινε και δεν το αντιληφτήκαμε καλώς. Αν όχι, ήταν μία χαμένη ευκαιρία.

8/11/10

H αποχή ως αντανάκλαση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας (;): μία απόπειρα κοινωνικοπολιτικής ερμηνείας

2 comments
Πριν το εγχείρημα της πολιτικής ανάλυσης του εκλογικού αποτελέσματος με όρους πολιτικο-κομματικού «παιχνιδιού», προέχει μία περισσότερο αναλυτική ματιά στο βαθμιαία εντεινόμενο φαινόμενο της χαμηλής συμμετοχής στις εκλογικές διαδικασίες. Δίχως να αμφισβητείται η -μερική έστω- ορθότητα των επιχειρημάτων που αποδίδουν στην αποχή μία οριζόντια κοινωνική δυσαρέσκεια, δυσπιστία, αδιαφορία και άρνηση απέναντι στο πολιτικό σύστημα, και δίχως να είναι απαραίτητη -προς το παρόν- μία αξιολογική προσέγγιση της επιλογής της μη συμμετοχής, είναι ωφέλιμο να ιδωθεί η αποχή με περισσότερο αναλυτικούς πολιτικούς και κοινωνικούς όρους, ως ένα ευρύτερο αποτέλεσμα κοινωνικών διεργασιών και μετασχηματισμών. Μία τέτοια οπτική, είναι σαφώς πιο ερμηνευτική και πιθανώς πιο χρήσιμη για την πολιτική εξαγωγή συμπερασμάτων.

Η αυξανόμενη αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος από τους πολίτες, πέρα από τον «πολιτικό αγνωστικισμό» και την κοινωνική δυσαρέσκεια για τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης δημόσιας πολιτικής ή/ και την ποιότητα του πολιτικού λόγου, αποτυπώνει δύο παράλληλους μετασχηματισμούς:

α) στο κοινωνικό πεδίο, η (υπερ) εξατομικευμένη κοινωνία αναπαριστά την πραγματικότητα μέσα από τον προσωπικό της βιόκοσμο, από τα προσωπικά, υποκειμενικά βιώματα και τις καθημερινές ατομικές εμπειρίες. Η πολυπλοκότητα των ατομικών βιωμάτων ανατέμνει την παραδοσιακή σκέψη και αναπαριστά την κοινωνική πραγματικότητα με πολλαπλά είδωλα. Τα άτομα βιώνουν πολλαπλές καταστάσεις σε διαφορετικά περιβάλλοντα και προτάσσουν διαφορετικές ανάγκες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αναπαριστούν τον κόσμο και κάνουν τις δημόσιες επιλογές τους μέσα από διαφορετικά βιώματα που συχνά εκκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές ορίζουσες. (λόγου χάρη, η εργασιακή επισφάλεια βιώνεται ταυτόχρονα με την αστική ανασφάλεια και υποβάθμιση). Η κοινωνία και οι επιμέρους διαιρέσεις της δεν είναι πλέον συμπαγείς και στατικές. Δεν υπάρχει ένας «κοινός κόσμος» αλλά πολλές, χαοτικές και αλληλοσυγκρουόμενες, ατομικές αφηγήσεις.

β) ο μετασχηματισμός στο πολιτικό πεδίο αποτυπώνει μία εύλογη συνέχεια των αλλαγών στο πεδίο του «κοινωνικού». Τα κόμματα, ως συλλογικές κοινωνικές οντότητες, χάνουν το «προνόμιο» της κοινωνικής αναπαράστασης της πραγματικότητας και οι -κατά κάποιο τρόπο- αφηρημένες θεωρητικές και πολιτικές τους προκείμενες αδυνατούν να αποτυπώσουν με ακρίβεια τις πολλαπλές «ατομικές αφηγήσεις». Η υποκειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας, μέσα από τον ατομική βιωματική εμπειρία, βρίσκεται σε διαφορετικό μήκος κύματος συγκριτικά με τη γενική, αφηρημένη και θεωρητική συλλογική κομματική ερμηνεία. Τα κόμματα βαθμιαία χάνουν την ικανότητα να ερμηνεύουν την κοινωνική πραγματικότητα και συνακόλουθα να λειτουργούν ως οι βασικοί φορείς-μηχανισμοί κοινωνικών αλλαγών και μετασχηματισμών. Κυρίως, αδυνατούν να εισχωρήσουν βαθιά στα ατομικά υποσυνείδητα, να τα ανασχηματίσουν και να τους δώσουν πραγματικό πολιτικό νόημα.

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα κόμματα διατηρούν ακόμα την παραδοσιακή κοινωνικοπολιτική τους ταυτότητα. Υπό αυτή την έννοια, είναι αναγκαίος ένας αναστοχασμός πάνω στην παραδοσιακή ιδέα ότι συνιστούν συλλογικούς φορείς που αντανακλούν την κοινωνία και την κατευθύνουν προς νέους κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Πιθανώς, ένα σημαντικό μέρος των πολιτών που απέχουν από την εκλογική διαδικασία να κατανοούν, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι η πολιτική, ως το παραδοσιακό δημοκρατικό κομματικό «παιχνίδι», δεν παράγει κοινωνική αλλαγή και ανακατεύθυνση κοινωνικών στόχων, σε αντίθεση -πιθανώς- με άλλα κοινωνικά υποκείμενα (π.χ. κοινωνία πολιτών, επιχειρηματικότητα & αγορά, άτομα…).

Ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι, στις παραπάνω σκέψεις υπάρχουν ψήγματα αλήθειας, είναι εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι επίκειται το «τέλος της πολιτικής». Κυρίως, γίνεται αντιληπτό ότι τα (προοδευτικά) κόμματα, στο πλαίσιο της ερμηνείας της συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος, οφείλουν να εκκινήσουν μία ουσιαστική αναστοχαστική διαδικασία ως προς τις συντελούμενες κοινωνικές διεργασίες και συνακόλουθα ως προς τη δυνατότητά τους να προσαρμοστούν και να παράγουν πολιτική στις σύγχρονες συνθήκες των πολλαπλών συγκρουόμενων ταυτοτήτων και συμφερόντων.

15/10/10

Τοπικότητα και ανάπτυξη: για μία νέα ανάγνωση της παράδοσης

1 comments

Υπάρχει μία ευρύτερη κοινωνική συναίνεση για το θεμελιώδη ρόλο και την κρίσιμη σημασία της παράδοσης στη συγκρότηση, στην ανάπτυξη και στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχηματισμών. Ωστόσο, συνιστά κοινή παραδοχή ότι στη σύγχρονη μετανεωτερική κοινωνία, η παράδοση εγγράφεται σε μία νέα διαλεκτική σχέση με την κοινωνική πρόοδο ή διαφορετικά σε ένα σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο, με έντονα στοιχεία συγκρουσιακού χαρακτήρα.

Η εντεινόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και η ραγδαία τεχνολογική μεταβολή ανατέμνουν τις παραδοσιακές κοινωνίες διαχέοντας νέα πολιτισμικά πρότυπα και εναλλακτικές μορφές κοινωνικής αυτοκατανόησης και αυτοκαθορισμού.

Υπό αυτή την έννοια, τα άτομα αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τον κοινωνικό τους ρόλο και τη σχέση τους με την κοινωνία. Η κοινωνία διέρχεται σε ένα στάδιο μετάβασης προς διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης απορρίπτοντας -συνειδητά ή ασύνειδα- παραδοσιακά πολιτισμικά στοιχεία και υιοθετώντας νέα κοινωνικά και αναπτυξιακά πρότυπα.

Αναμφίβολα, η παραδοσιακή τοπική κουλτούρα τείνει να αντικαθίσταται από μία σύγχρονη, περισσότερο διατοπική ή/και διεθνική.

Στο νέο πολιτισμικό τοπίο, η παραδοσιακή κοινωνία επιδιώκει ένα συμβιβασμό μεταξύ της κοινωνικής αλλαγής και της παράδοσης. Ενώ ενσωματώνει διαρκώς σύγχρονα πολιτισμικά στοιχεία, ταυτόχρονα διαφυλάττει την παραδοσιακή πολιτιστική της ταυτότητα.

Ωστόσο, ο συμβιβασμός αυτός είναι συχνά περισσότερο μηχανιστικός και διαχειριστικός, παρά λειτουργικός και καινοτόμος.

Η παράδοση εξωθείται σε ένα στατικό διαχειριστικό πλαίσιο με ελλιπή δυναμικά στοιχεία και ισχνή επαφή με τη σύγχρονη αναπτυξιακή δυναμική. Η δυστοκία της αποτελεσματικής σύνδεσης της παράδοσης με τα νέα κοινωνικά αναπτυξιακά πρότυπα αποτυπώνεται κυρίως στην εσφαλμένη αντίληψη για την ταύτιση της παράδοσης με την πολιτιστική κληρονομιά. Τούτη η δυστοκία παράγει αναπότρεπτες στρεβλώσεις και δημιουργεί εμπόδια σε νέες καινοτόμες αναπτυξιακές διαδικασίες.

Η παραδοσιακή κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα -όπως είναι τα όρια της αστικής ανάπτυξης, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, οι κοινωνικές ανισότητες και η «νέα» φτώχεια- εφόσον επιστρέψει στις ρίζες της, δηλαδή εφόσον (ξανά) ανακαλύψει και προσεγγίσει την παράδοση υπό μία, όμως, εντελώς διαφορετική ερμηνευτική σκοπιά. Η ταύτιση της παράδοσης με την πολιτιστική κληρονομιά δημιουργεί συνθήκες περιορισμού και εγκλωβισμού της, διότι κατ, αυτόν τον τρόπο ανάγεται αποκλειστικά στη σφαίρα της συλλογικής ιστορικής μνήμης.

Η πολιτιστική κληρονομιά είναι «κάτι» το οποίο παραδίδεται διαδοχικά σε κάθε γενιά με σκοπό την ορθή διαχείριση για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και τη διασφάλιση της διαχρονικής αναπαραγωγής της συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας.

Ωστόσο, η παράδοση είναι έννοια ευρύτερη, αξιολογικά και ιδεολογικά φορτισμένη.

Η παράδοση δεν εξαντλείται στη συλλογική ιστορική μνήμη, αλλά είναι ζώσα κοινωνική πραγματικότητα, διαμορφώνει τη συλλογική στάση ζωής και την ευρύτερη κοινωνική κουλτούρα.

Η παράδοση αποτυπώνεται στο συλλογικό κοινωνικό νου και ενσωματώνεται ποιοτικά στην κοινωνική μεταβολή.

Η παράδοση δεν είναι έννοια στατική και άκαμπτη, αλλά δυναμική και ευέλικτη.

Η σύγχρονη κοινωνία μεταβάλλεται διαρκώς με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ταυτόχρονα και σύγχρονη και παραδοσιακή. Σ, αυτό το πλαίσιο αναφοράς, απαιτείται κάτι περισσότερο από μία απλή διαχείριση της παράδοσης (άλλωστε από μόνη της η έννοια της διαχείρισης είναι αξιολογικά ουδέτερη). Απαιτείται μία συστηματική ενσωμάτωση της παράδοσης στα σύγχρονα πρότυπα ανάπτυξης με άξονα αναφοράς την «τοπικότητα».

Η τοπικότητα ως έννοια συμπυκνώνει όλες εκείνες τις ιδιότητες που διαμορφώνουν τη φύση και τον χαρακτήρα των τοπικών κοινωνιών. Το φυσικό περιβάλλον, η τοπική γεωγραφία, οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι ιστορικοί κοινωνικοί δεσμοί και η συλλογική κουλτούρα συνθέτουν την τοπικότητα. Η τοπικότητα αποτελεί την αυθεντική έκφραση της παράδοσης και η παράδοση την τυπική όψη της τοπικότητας. Οι δύο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αλληλένδετες. Κεντρική ιδέα του παρόντος κειμένου είναι να ιδωθεί η παράδοση υπό το πρίσμα της τοπικότητας και να εγγραφεί σε ένα νέο δυναμικό πλαίσιο με σύγχρονα αναπτυξιακά στοιχεία.

Ποια παραδείγματα και ποιες σκέψεις αντλούνται από μία τέτοια θεώρηση;

Βασικό παράδειγμα στη σχέση τοπικότητα-ανάπτυξη αποτελεί η αξιοποίηση και η αποτελεσματική διαχείριση του περιβάλλοντος.

Το φυσικό περιβάλλον συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της παραδοσιακής κοινωνίας και της τοπικότητας. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο εναλλακτικός τουρισμός, οι βιολογικές καλλιέργειες είναι σύγχρονες πτυχές της ανάπτυξης που ενσωματώνουν λειτουργικά την παράδοση.

Επιπρόσθετα, αντλώντας έμπνευση από το φυσικό περιβάλλον και τις γεωγραφικές τοπικές ιδιαιτερότητες, μπορούν να αναδειχθούν νέα καινοτόμα πρότυπα αστικής ανάπτυξης. Λόγου χάρη, η ενσωμάτωση του φυσικού στοιχείου στην οικοδομική δραστηριότητα, ή εναλλακτικά η διαμόρφωση ενός σύγχρονου οικιστικού προτύπου με έντονη την παρουσία της ιστορικότητας και της παράδοσης, διαμορφώνει μία λειτουργική σχέση ανάπτυξης και περιβάλλοντος στο πλαίσιο μίας σύγχρονης, καινοτόμας και πρωτότυπης αισθητικής. Η παραδοσιακή κοινωνία σήμερα οφείλει να διαμορφώνει την αναπτυξιακή της στρατηγική αξιοποιώντας όλες τις ιδιαίτερες πτυχές της τοπικότητας.

Ένα πρόσθετο παράδειγμα στη σχέση τοπικότητα-ανάπτυξη αποτελεί η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της κοινωνικής οικονομίας. Η κοινωνική αλληλεγγύη, ο συνεργατισμός, ο συνεταιρισμός και ο εθελοντισμός είναι έννοιες ιστορικά συνδεδεμένες με την παραδοσιακή τοπική κουλτούρα.

Η ανάπτυξη θεσμών και πρακτικών κοινωνικής οικονομίας -όπως οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι «μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), οι εθελοντικές οργανώσεις, οι κοινωνικές επιχειρήσεις, οι δράσεις πολιτών- συνιστούν τυπικό παράδειγμα ενσωμάτωσης της τοπικότητας στην αναπτυξιακή διαδικασία.

Η νέα ανάγνωση της παράδοσης υπό το πρίσμα της τοπικότητας επαναπροσδιορίζει την έννοια της παραδοσιακής κοινωνίας.

Η ενσωμάτωση της παράδοσης στη σύγχρονη αναπτυξιακή διαδικασία και η δημιουργία εναλλακτικών αναπτυξιακών προτύπων συνιστά κρίσιμη πρόκληση για τις τοπικές κοινωνίες.

Η κοινωνική διαβούλευση, οι δημιουργικές πρωτοβουλίες και η ενεργοποίηση των αυτοδιοικητικών φορέων είναι απαραίτητοι παράγοντες για την υλοποίηση καινοτόμων στρατηγικών και οραμάτων. Εκτός, όμως, από την πολιτική βούληση, απαιτείται κάτι δυσκολότερο και δυσευρετο: φαντασία, καινοτομία και δημιουργικό ταλέντο!

Π.Αγανίδης 8/3/2008

6/9/10

Το περιεχόμενο των αυτοδιοικητικών εκλογών

4 comments

Πριν από κάθε μη-εθνικές εκλογές διατυπώνεται το «προαιώνιο ερώτημα!»: ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο των εκλογών;

Η εξειδίκευση του ερωτήματος αφορά κατά κανόνα στο πολιτικό διακύβευμα των εκλογών και ειδικώς αν αυτό συναρτάται με τα εθνικά διλήμματα πολιτικής, που συνήθως αποτυπώνουν την κομματική ανάγκη για «μέτρηση πολιτικής ισχύος», ή παραμένει στενά προσδιορισμένο από το αντικείμενο των εκλογών. Αναμφίβολα, οι μη-εθνικές εκλογικές διαδικασίες (ευρωεκλογές, εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης) εξελίσσονται σε ένα πολιτικό πλαίσιο που -αναπόφευκτα- οριοθετείται από την κεντρική «πολιτική επικαιρότητα». Ωστόσο, η γοητευτική κομματική στρατηγική πολιτικού προσδιορισμού των εκλογών και η πολιτική και επικοινωνιακή απομάκρυνσή τους από το πραγματικό τους αντικείμενο είναι προβληματική. Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι η άποψη που συνδέει άμεσα τις αυτοδιοικητικές εκλογές με τη λαϊκή αξιολόγηση της οικονομικής πολιτικής (βλ. Μνημόνιο) είναι λανθασμένη.


Όπως είχα υποστηρίξει ότι οι Ευρωεκλογές 2009 ήταν οι σημαντικότερες εκλογές στη σύγχρονη ιστορία της Ε.Ε και ακολούθως έπρεπε να προσαρμοστεί καταλλήλως ο εγχώριος δημόσιος διάλογος και η εκλογική συμπεριφορά, έτσι και τώρα νομίζω ότι οι επικείμενες εκλογές είναι η σημαντικότερη στιγμή στη σύγχρονη αυτοδιοικητική ιστορία της χώρας. Κωδικοποιώ μερικές σκέψεις για την υποστήριξη αυτής της άποψης.

  • Είναι οι πρώτες εκλογές που διεξάγονται μετά από χρόνια σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής κρίσης και γενικευμένης αμφισβήτησης του μεταπολιτευτικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κρίνεται η πολιτική και κοινωνική ωριμότητα των πολιτικών κομμάτων και των πολιτών ως προς τις δημόσιες επιλογές τους: ποιοι επιλέγονται ως υποψήφιοι, με ποιο δημόσιο/επαγγελματικό ήθος και ποια πολιτική πρόταση, ποιοι θα εκλεγούν, με ποια κριτήρια και με τι ποσοστό συμμετοχής.

  • Είναι οι πρώτες εκλογές που διεξάγονται μετά από μία τόσο ριζική μεταρρύθμιση των θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, που αναμορφώνει τον οικονομικό, διοικητικό, θεσμικό και γεωγραφικό χώρο της αυτοδιοίκησης. Οι θεσμικές καινοτομίες του «Καλλικράτη», η περιφερειακή αποκέντρωση και οι διευρυμένες αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης απαιτούν ένα πολιτικά ωριμότερο, αξιότερο και πιο εξειδικευμένο πολιτικό προσωπικό που θα υπερβαίνει τα συνήθη τυπικά μέτρα της «παλαιάς πολιτικής» και θα αρθρώνει ένα καινοτόμο πολιτικό-αυτοδιοικητικό λόγο μακριά από διαχρονικά πολιτικά στερεότυπα.

  • Η πολιτική διαχείριση της τοπικής αυτοδιοίκησης θα κριθεί -μεταξύ άλλων- στην ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης των περιορισμένων πόρων (μείωση ελλειμμάτων/διαφθοράς, αξιολόγηση αποτελεσματικότητας δαπανών), στην αποτελεσματική και διαφανή υλοποίηση αναπτυξιακών προγραμμάτων (έργα ΕΣΠΑ), στην επινόηση νέων τοπικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων, στην κάλυψη κενών του δικτύου κοινωνικής προστασίας και στην ανάπτυξη τοπικών συστημάτων κοινωνικής υποστήριξης (ενθάρρυνση κοινωνικής οικονομίας και αυτόνομων, συνεργατικών πρωτοβουλιών), στην ανάπτυξη και υλοποίηση τοπικών πολιτικών νεολαίας, στη διατοπική και διεθνική συνεργασία. Τα θέματα αυτά απαιτούν υψηλό επαγγελματισμό, επινοητικότητα και φαντασία, κοινωνικές συναινέσεις και νέες κοινωνικές συμμαχίες, ανοιχτές τοπικές κοινωνίες και υψηλή κοινωνική συμμετοχή.

  • Η διαμόρφωση των τελικών δημόσιων επιλογών των πολιτών για τα τοπικά κοινωνικά και αναπτυξιακά διλλήματα προϋποθέτουν μία ώριμη πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση γύρω από την τοπική και κοινωνική ταυτότητα, την αστική φυσιογνωμία, τα περιβαλλοντικά πρότυπα ανάπτυξης, τη δημοκρατική κοινωνική συμμετοχή, τη συμμετοχική οικονομική διαχείριση και τις δυνατότητες αυτόνομων, αυτοοργανωτικών κοινοτικών πρωτοβουλιών (βλ.π.χ. ανάδυση νέου συνεταιριστικού κινήματος).

Δίχως να σημαίνει ότι η πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να εξελιχθεί σε συνθήκες «δοκιμαστικού σωλήνα», δηλαδή μακριά από τις επιρροές και τις συνθήκες που επιβάλλει η οικονομική συγκυρία σε εθνικό επίπεδο, η πολιτική και ιδεολογική εμμονή σε μία συζήτηση περί της αποδοχής ή απόρριψης του Μνημονίου ως βασικού πολιτικού διακυβεύματος θα υποβαθμίσει τις δημόσιες επιλογές και τις τοπικές ανάγκες. Όσοι επιμείνουν στην επιλογή της «αντιμνημονιακής στάσης» θα έχουν απλά κάτι να πουν το βράδυ των εκλογών. Όσοι επιλέξουν την πραγματική αυτοδιοικητική πολιτική, θα έχουν κάτι να πουν για τα επόμενα χρόνια….Οψόμεθα!

23/5/10

Νέοι = κόστος: ο υψηλός κίνδυνος της "χαμένης γενιάς"

2 comments
Σε προηγούμενο άρθρο είχε επισημανθεί ότι, η σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή και η επικέντρωση της συλλογικής εθνικής μας προσπάθειας στην αποπληρωμή των δανειστών μας (πιθανώς για την επόμενη δεκαετία) αυξάνει τον κίνδυνο να «χάσουμε» μία ολόκληρη γενιά (Lost Generation), πιθανώς την περισσότερο μορφωμένη και καλύτερα καταρτισμένη της σύγχρονης ιστορίας μας. Μάλιστα, σε συνθήκες δημογραφικής γήρανσης (youth-scarce resource), η μη αποτελεσματική χρήση του “δυνητικά” περισσότερο παραγωγικού πόρου μπορεί να υπονομεύσει σε σημαντικό βαθμό τις παρούσες και μελλοντικές αναπτυξιακές δυνατότητες.

Υπάρχουν δύο κρίσιμα στοιχεία που αποτυπώνουν ότι οι δημόσιες επιλογές υποεκτιμούν τον υψηλό αυτό κίνδυνο: α) η επίμονη υποαπασχόληση των νέων (υψηλή ανεργία/ χαμηλή απασχόληση) και η επιλογή της “θεραπείας” στη μείωση του κατώτατου μισθού για τους νεοεισερχόμενους β) η θεσμική περιθωριοποίηση των νέων στο πεδίο του συστήματος κοινωνικής προστασίας (ειδικώς έλλειψη στεγαστικής πολιτικής για τους νέους).

Η λογική που διαπερνά τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις του μνημονίου συνεργασίας στην αγορά εργασίας και στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα αρθρώνεται στη διαπίστωση ότι οι νέοι εργαζόμενοι συνιστούν -πρωτίστως και κυρίως- κόστος για τις επιχειρήσεις. Επομένως, η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των δυνατοτήτων απασχόλησης των νέων προϋποθέτουν τη μείωση της αξίας της εργατικής τους δύναμης. Ειδικώς, στο μνημόνιο συνεργασίας προβλέπεται η αναθεώρηση του κατώτατου μισθολογίου μέσω της υιοθέτησης νομοθεσίας για τους κατώτατους μισθούς με ειδικές προβλέψεις (sub-minima) για τους νέους εργαζομένους.

Η επιλογή της μείωσης του επιπέδου του κατώτατου μισθού για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας αρθρώνεται στο επιχείρημα της ενθάρρυνσης των επιχειρήσεων να προσλάβουν νέο εργατικό δυναμικό από τη δεξαμενή της πλεονάζουσας προσφοράς εργασίας, το οποίο είναι πρόθυμο να εργαστεί με μισθό κατώτερο από το μισθό που επικρατούσε στη αγορά (μείωση ανεργίας νέων). Αν και υπάρχει μία σχετική συναίνεση για τις αρνητικές επιπτώσεις των θεσμικών ακαμψιών της αγοράς εργασίας στην απασχόληση των νέων, εντούτοις η οικονομική/ εμπειρική οικονομική ανάλυση για τη διαδεδομένη υπόθεση της θετικής συσχέτισης της μεταβολής του κατώτατου μισθού και της ανεργίας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας είναι αρκετά αντιφατική. Επιπρόσθετα, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους ευθέως συσχετίζεται με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και με πιθανά μελλοντικά οφέλη στην απασχόληση, δίχως ωστόσο η μέχρι πρότινος ελληνική εμπειρία να μπορεί να επιβεβαιώσει επαρκώς αυτή την υπόθεση.

Υπάρχουν θετικά σ΄ αυτή την επιλογή οικονομικής πολιτικής για τους νέους; Εδώ, πρέπει να οδηγηθούμε σε μία σκληρή παραδοχή. Πρέπει να αποδεχθούμε ως μοναδικό το δίλημμα «ανεργία vs εργασία κάτω από 600 ευρώ» και να υποθέσουμε ότι, η μείωση του μισθού των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας θα τονώσει την απασχόληση των νέων. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι νεοεισερχόμενοι που θα επωφεληθούν από αυτή τη μείωση του κατώτατου μισθού βρίσκοντας εργασία θα μείνουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα εντός της αγοράς εργασίας βελτιώνοντας βαθμιαία την εισοδηματική τους κατάσταση. Η χαμηλή ποιότητα επιχειρηματικότητας, η συντηρητική επιχειρηματική κουλτούρα στα πρότυπα ανάδειξης και αμοιβών, η αύξηση της εργασιακής ευελιξίας και η απουσία πολιτικών κοινωνικής υποστήριξης των νέων υποδεικνύουν -μάλλον- τον ισχυρό κίνδυνο ότι για τους περισσότερους νέους η αγορά εργασίας θα αποτελεί ένα σύντομο διάλειμμα που θα διακόπτει μεγάλα διαστήματα παραμονής στην ανεργία και στην «εισοδηματική καχεξία».

Μία πιθανή θετική παράμετρος αυτής της πολιτικής είναι -πιθανώς- η τόνωση της νεανικής επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, σ΄ αυτή την περίπτωση η νεανική επιχειρηματικότητα (θα εξακολουθήσει να) αποτελεί έσχατη επιλογή ανάγκης μετά από μία μακρά αποτυχημένη διαδρομή στην αναζήτηση μισθωτής εργασίας στο δημόσιο ή/και στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, ακόμα και μία ενίσχυση της «μικροεπιχειρηματικότητας ανάγκης» είναι αβέβαιη, δίχως μία άμεση μεταβολή στις δημόσιες πολιτικές και τη χάραξη ενός συνεκτικού, στρατηγικού εθνικού σχεδίου για τη νεανική επιχειρηματικότητα.

Δίχως αμφιβολία, αυτή η πολιτική επιλογή για την ενίσχυση της απασχόλησης των νέων κρύβει κρίσιμους κινδύνους που οι σχεδιαστές πολιτικής παραμελούν, ή σκοπίμως θεωρούν ήσσονος σημασίας ·κίνδυνοι που αυξάνουν την πιθανότητα της «χαμένης γενιάς». Ενδεικτικά,

  • οι μισθολογικές πιέσεις σε συνδυασμό με την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, επιδεινώνουν την -ήδη εδώ και χρόνια- επιβαρημένη κατάσταση της αγοράς εργασίας για τους νέους (χαμηλές αμοιβές, υπερεργασία, πολυαπασχόληση, ανομία…). Μάλιστα, παρά τις σαφείς προτάσεις του μνημονίου συνεργασίας για τη μείωση του μισθολογικού κόστους, οι προτάσεις για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την αναθεώρηση του «διχτύου κοινωνικής προστασίας» παραμένουν θολές και ανεπεξέργαστες (γενικότητες). Η εργασιακή ευελιξία και η μισθολογική συμπίεση δεν συνοδεύονται από μία αύξηση της κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας.


  • η χειροτέρευση των όρων εργασίας των νεοεισερχομένων είναι πιθανό να αποθαρρύνει πολλούς νέους να εισέλθουν στην αγορά εργασίας και να οδηγήσει στις ακόλουθες επιλογές: παραμονή «εντός των τειχών» της οικογενειακής προστασίας, επιμήκυνση της διάρκειας σπουδών, αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό.

  • η γενικευμένη αντίληψη «νέοι = κόστος» και η συνακόλουθη εισοδηματική πολιτική, αποδυναμώνει τα κίνητρα για μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Η επίμονη απουσία «μη υλικής επιβράβευσης» της προσπάθειας οδηγεί σε απογοήτευση, μειωμένη απόδοση και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αναμφίβολα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η συνταγή της μείωσης του εργατικού κόστους οδηγεί αναπόφευκτα σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας

  • η χειροτέρευση του φαινομένου της μειωμένης αυτονόμησης των νέων (παραμονή εντός της οικογενειακής στέγης μέχρι τα 30+) και η αποθάρρυνση της διαμόρφωσης ενός «σχεδίου ζωής» πιθανότατα θα έχει μεγάλη αρνητική επίπτωση στη διαδικασία που βαθμιαία υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, την πληθυσμιακή γήρανση. Μελλοντικά, θα είναι ανυπολόγιστο το κοινωνικό και οικονομικό κόστος αν υπονομευτεί ακόμα περισσότερο η «αυτονομία» των νέων και οδηγηθούμε σε μία καθολική κοινωνία «μαμάκηδων». Η διαμόρφωση μίας ειδικής στεγαστικής πολιτικής για τους νέους (ειδικά κίνητρα, υποστήριξη και φοροαπαλλαγές) είναι εξόχως σημαντική ως αντιστάθμισμα της οικονομικής πίεσης.

Συνολικά, η αναμόρφωση των δομών και των πολιτικών κοινωνικής προστασίας και η είσοδος των νέων εντός των τειχών του κοινωνικού κράτους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάσχεση του κινδύνου της "χαμένης γενιάς". Ωστόσο, καμία νέα πολιτική για τη νέα γενιά δεν μπορεί να σχεδιαστεί προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν συνηδειτοποιήσουμε ότι οι νέοι δεν αποτελούν κόστος και πρόβλημα, αλλά σπάνιο πόρο για ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία.


3/5/10

Νέα γενιά: ιστορική πρόκληση και ευθύνη

4 comments

Αν ο κίνδυνος της κοινωνικής στασιμότητας ή/και καθόδου της γενιάς μας συγκριτικά με την προηγούμενη γενιά ήταν ήδη φανερός κατά την προηγούμενη περίοδο της «δανεικής ευημερίας» και των ισχυρών διαγενεακών ανισοτήτων, σήμερα το διακύβευμα για τους νέους γίνεται ακόμα πιο κρίσιμο: η σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή και η επικέντρωση της συλλογικής εθνικής μας προσπάθειας στην αποπληρωμή των δανειστών μας (πιθανώς για την επόμενη δεκαετία) αυξάνει τον κίνδυνο να «χάσουμε» μία ολόκληρη γενιά (Lost Generation), πιθανώς την περισσότερο μορφωμένη και καλύτερα καταρτισμένη της σύγχρονης ιστορίας μας.

Η κρίση χρέους, η βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και οι επερχόμενες επώδυνες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκουν τη γενιά μας (ας πούμε σχηματικά οι σημερινοί 25άρηδες – 30άρηδες) στο μέσο μίας ιστορικής κοινωνικής και διαγενεακής αναπροσαρμογής. Η τιθάσευση του δημοσίου και ασφαλιστικού χρέους (θα) προσφέρει μία ανακούφιση στα κοινωνικά βάρη των μελλοντικών γενεών, εντούτοις σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο της διαγενεακής «αναδιαπραγμάτευσης» των κοινωνικών βαρών, η δική μας «φλερτάρει» με το ρόλο της Ιφιγένειας.

Η επόμενη δεκαετία της επίμονης δημοσιονομικής προσαρμογής ταυτίζεται με την πιο δημιουργική και παραγωγική περίοδο της ζωής μας. Η περίοδος της «δανεικής ευημερίας» και της κοινωνικής-οικονομικής ανόδου των γονιών μας ήταν ευεργετική για εμάς, στο βαθμό που βιώσαμε τα υψηλότερα επίπεδα ειρήνης, πολιτικής σταθερότητας, δημοκρατίας, οικογενειακής υποστήριξης, μόρφωσης, κατανάλωσης, πληροφόρησης και τεχνολογικής ανάπτυξης. Ωστόσο, στη στιγμή ανάληψης της προσωπικής και επαγγελματικής μας ευθύνης, στη στιγμή διαμόρφωσης του προσωπικού σχεδίου ζωής μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη χειρότερη δυνατή συγκυρία: επίμονη οικονομική ύφεση, υψηλή νεανική ανεργία, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και κατάρρευση του οικογενειακού «κράτους πρόνοιας!».

Κόντρα στις επίμονη μιντιακή διαφήμιση της κατάθλιψης και της απαισιοδοξίας, θεωρώ ότι η εγχώρια κρίση συνιστά μία μοναδική ευκαιρία για τη νέα γενιά. Η κοινωνική αυτογνωσία και η πολιτική ωριμότητα για δραματικές αλλαγές στο μεταπολιτευτικό κοινωνικο-οικονομικό μας μοντέλο γίνεται η απαρχή για το χτίσιμο ενός νέου οικονομικού - παραγωγικού προτύπου προς όφελος των νέων και των μελλοντικών γενεών. Ωστόσο, στη διάρκεια του μεταβατικού αυτού σταδίου ο κίνδυνος να «χάσει η γενιά μου το τρένο» είναι υπαρκτός. Το φάσμα της χαμένης δεκαετίας, ο κίνδυνος να μας βρει η οικονομική ανάκαμψη κοντά στα 40 +, ύστερα από χρόνιο «βολόδερμα» στην αγορά εργασίας και δίχως κανένα σοβαρό σχέδιο ζωής, μοιάζει να είναι ο μεγάλος μας φόβος.

Αυτός ο φόβος δεν σημαίνει ότι πρέπει να μείωσουμε τον πήχη των φιλοδοξιών και των προσδοκιών μας. Αντιθέτως, πρέπει να αυξήσουμε τον πήχη της ατομικής μας υπευθυνότητας και την ισχύ της συλλογικής μας διεκδίκησης. Το διακύβευμα για μας είναι να αποδεικνύουμε διαρκώς το υψηλό προσωπικό και επαγγελματικό μας ήθος, να αυτενεργούμε, να επιδιώκουμε την κοινωνική δικτύωση μέσω της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού και του ακτιβισμού, να επιθυμούμε τη διαρκή βελτίωση των δεξιοτήτων μας, να αποζητούμε την «αυτομόρφωση».

Το πρόταγμα της συλλογικής μας διεκδίκησης προς το πολιτικό σύστημα, την αγορά και την κοινωνία πρέπει να είναι η «εμπιστοσύνη στους νέους τώρα», για να γκρεμιστούν οι κλειστές πολιτικές ιεραρχίες και η γεροντολαγνεία, τα συντηρητικά επαγγελματικά συστήματα ανάδειξης και αμοιβών, οι κλειστές αγορές – θηλιά στην αυτοδημιούργητη νεανική επιχειρηματικότητα. Για να σπάσουν οι κάστες των κολλητών και των golden boys και να αναδειχθούν οι νέοι ταλαντούχοι εργάτες γνώσης. Για να αντικατασταθούν οι αεριτζήδες επιχειρηματίες που κερδίζουν στη σκιά του πελατειακού κράτους και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας από μία νέα αστική τάξη παραγωγικότητας, καινοτόμας επιχειρηματικότητας και κοινωνικής υπευθυνότητας. Για να αναμορφωθεί το αναχρονιστικό κοινωνικό κράτος και να εντάξει στο σχεδιασμό όλων των δημόσιων πολιτικών του την προτεραιότητα στους νέους (youth mainstream).

Ατομική υπευθυνότητα και συλλογική δημοκρατική διεκδίκηση για αλλαγές στις συμπεριφορές μας και στις δημόσιες πολιτικές τώρα. Πριν να είναι ήδη πολύ αργά.
 

Homo sapiens. Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com