Η διαδικασία προώθησης -συχνά επίπονων και αντιδημοφιλών- διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διαμόρφωσης προϋποθέσεων κοινωνικής συναίνεσης συνδέεται -μεταξύ άλλων- με την ικανότητα των «policy makers» να πείθουν τους κοινωνικούς εταίρους και το εκλογικό σώμα για την αναγκαιότητα των αλλαγών και την καταλληλότητα (appropriateness) των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων. Υπό αυτή την έννοια, μία βιώσιμη μεταρρυθμιστική στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από επαρκή πολιτική και επιστημονική αιτιολόγηση για τη λογική, το περιεχόμενο και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα των διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή να προσφέρει επαρκείς απαντήσεις στα ερωτήματα του τύπου: α) ποια οικονομικά ζητήματα και ποιοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί (π.χ. για αγορά εργασίας, ασφαλιστικό) υπαγορεύουν την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης;, β) ποια είναι τα προβλήματα του status quo και τι κόστος έχουν σε όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής ευημερίας; γ) ποιοι ωφελούνται και ποιοι ζημιώνονται από το status quo (και αντιστοίχως από τη μεταρρύθμιση); δ) ποιες κυρίαρχες αξίες υπαγορεύουν την προώθηση της μεταρρύθμισης (π.χ. κοινωνική & διαγενεακή δικαιοσύνη) ε) Πώς διανέμονται τα -συνήθως- μακροχρόνια οφέλη της μεταρρύθμισης και πώς αποζημιώνονται οι βραχυπρόθεσμα χαμένοι;
Η προσέγγιση αυτών των θεμάτων και η πολύπλευρη πληροφόρηση των πολιτών προϋποθέτουν θεσμούς και πρακτικές αποτελεσματικής δημόσιας διαβούλευσης (θεσμικός διάλογος, κοινωνικός διάλογος). Στη σχετική βιβλιογραφία της πολιτικής επιστήμης επισημαίνεται ότι, ο δημόσιος διάλογος (discourse) για την πολιτική αιτιολόγηση και τεκμηρίωση των μεταρρυθμίσεων, δεν συνιστά -απλώς- ένα παραδοσιακό συνοδευτικό στοιχείο της πολιτικής διαπραγμάτευσης των ενδιαφερομένων μερών, ούτε αντανακλά -μόνο- τα επιμέρους συμφέροντα, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να μεταβάλλει ιστορικά διαμορφωμένες αντιλήψεις και προτιμήσεις, να μετασχηματίσει εδραιωμένους θεσμούς και νόρμες συμπεριφοράς και συνεπώς να λειτουργήσει ως καταλύτης των αλλαγών. Αναμφίβολα, μία τέτοια οπτική προϋποθέτει επαρκή πολιτική αξιοπιστία, μεταρρυθμιστική ικανότητα και πολιτική δεξιοτεχνία (βλ. ideational leadership), αν και σαφώς συναρτάται με το ευρύτερο θεσμικό/πολιτικό/κοινωνικό πλαίσιο, όπως το είδος και η φύση του κορπορατιστικού μοντέλου, οι θεσμοί κοινωνικού διαλόγου, η διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και η επιρροή των media, των επιστημονικών κοινοτήτων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Η σημασία του δημοσίου διαλόγου (discourse) και των ιδεών που αιτιολογούν την αναγκαιότητα και καταλληλότητα των προτεινόμενων αλλαγών απασχολεί τη σύγχρονη θεωρητική και εμπειρική έρευνα. Ενδεικτικά, οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό κράτος της Δανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας (αγορές εργασίας, κοινωνική πολιτική, συστήματα κοινωνικής ασφάλισης) οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στα οφέλη της δημόσιας διαβούλευσης και στην ικανότητα των κυβερνήσεων να πείσουν το εκλογικό σώμα και τους κοινωνικούς εταίρους αφενός για την αναποτελεσματικότητα και τις ανισότητες του status quo, αφετέρου για την αναγκαιότητα και την καταλληλότητα των μεταρρυθμίσεων. Ακόμα και σε παραδοσιακά «δυσκίνητα» κράτη με πολλούς “veto players”, η ισχύς των επιχειρημάτων και η συμβολή του δημοσίου διαλόγου οδήγησε σε κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές (βλ. π.χ. την πολιτική μεταρρυθμίσεων στη Γερμανία το 2001). Επιπρόσθετα, στη «συγγενικά αρτηριοσκληρωτική» Ιταλία, η συμβολή του δημοσίου διαλόγου ως προς την ανάδειξη του προβληματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, οδήγησε σε σημαντική μεταρρύθμισή του (βλ. κατά βάση μεταρρύθμιση Dini).
Αναμφίβολα, οι επιδόσεις του δημοσίου διαλόγου και της κοινωνικής διαβούλευσης στην Ελλάδα είναι χαμηλές, αν όχι απογοητευτικές. Ζητήματα, όπως η εμμονή στις παραμετρικού τύπου αλλαγές και η αποφυγή εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η ιστορική διαμόρφωση και λειτουργία του κορπορατιστικού μοντέλου, η μη συναινετική πολιτική κουλτούρα, η υποπολιτική μιντιακή προσέγγιση των πραγμάτων και η εμφανής έλλειψη επιστημονικών κοινοτήτων (π.χ think tanks) στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής συμβάλλουν στον ασφυκτικό περιορισμό και στην αφόρητη δυσκαμψία του δημοσίου διαλόγου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η δυνατότητα δημόσιας παρέμβασης και διατύπωσης μεταρρυθμιστικών ιδεών και επιχειρημάτων από κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται εκτός του παραδοσιακού συστήματος μεσολάβησης συμφερόντων και οργανώνονται στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών αποκτά ιδιαίτερη σημασία. H g700 συνιστά ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Η κοινωνική αναφορά της (νέα γενιά, γενιά των 700 ευρώ) και το γενικό σημείο αναφορά της (point of view = διαγενεακή δικαιοσύνη) προσφέρουν ένα συνεκτικό πλαίσιο ιδεών και επιχειρημάτων που μπορεί να εμπλουτίσει το δημόσιο διάλογο, να διευρύνει την agenda της δημόσιας διαβούλευσης και να ωθήσει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία (reform process) σε ένα ποιοτικότερο επίπεδο. Ανάλογες τέτοιες πρωτοβουλίες από την κοινωνία των πολιτών και από επιστημονικές κοινότητες θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κάλυψη ενός σημαντικού κενού στον τρόπο σχεδιασμού, οργάνωσης και διαβούλευσης της εγχώριας μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στον απαραίτητο σταδιακό «εξευρωπαϊσμό» της.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου