Η δυναμική τοποθέτηση της "πράσινης οικονομίας" στο δημόσιο διάλογο συντείνει στη σταδιακή αναβάθμιση της ποιότητας της πολιτικής αντιπαράθεσης και του "προγραμμα-τικού" ανταγωνισμού.
Το πολιτικό - προγραμματικό πλαίσιο της "πράσινης οικονομίας" δε συνιστά απλώς μία χαλαρή έμφαση σε μεταϋλιστικές αξίες, όπως πιθανώς συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά αφορά σε ένα ουσιαστικό μετασχηματισμό του παραγωγικού - αναπτυξιακού οικονομικού μοντέλου και σε ένα αποτελεσματικό "μηχανισμό" ανάκαμψης και αναδιάταξης του εγχώριου και διεθνούς οικονομικού συστήματος. Υπό αυτή την έννοια, το project της "πράσινης οικονομίας" πλαισιώνεται από ένα ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πλαίσιο και προϋποθέτει ριζοσπαστικές διαρθρωτικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, στα πανεπιστήμια, στην οικονομία, στην αγορά εργασίας, στο κοινωνικό κράτος. Επομένως, η ανάγκη σύναψης ενός νέου, καινοτόμου, πράσινου "new deal" συνοδεύεται και από την ανάγκη για ένα νέο ευρύτερο κοινωνικό "new deal". Η λύση (πρέπει να) είναι πράσινη. Δεν είναι ανέφικτη, αλλά είναι δύκολη.
Αποσπάσματα από την εισήγησή μου στην εκδήλωση του "περιοδικού Βορέας" για τον Α. Παπανδρέου...
Το έργο του Ανδρέα Παπανδρέου (πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό ακαδημαϊκό) συνιστά στην ολότητά του μία σημαντική πολιτική παρακαταθήκη, υπό την έννοια ότι αποτελεί διαχρονική πηγή πολιτικής έμπνευσης, ιδεολογικού προβληματισμού και δημιουργικού πολιτικού αναστοχασμού σε κρίσιμα ζητήματα σχετικά με την πολιτική, τη δημοκρατία, το σοσιαλιστικό εγχείρημα και την πολιτική ηγεσία
1. Κρίσιμο στοιχείο στην πολιτική «κληρονομιά» του Α. Παπανδρέου είναι η ταύτιση του πολιτικού υποκειμένου με την πεμπτουσία της πολιτικής. Το πολιτικό υποκείμενο (ως οφείλει) είναι φορέας πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού, προοδευτικής αλλαγής, δημοκρατικών ανατροπών και μεταρρυθμίσεων Η «Αλλαγή» δε συνιστά απλώς ιστορικό συμβολισμό, ιδεολογικοπολιτικό σύνθημα, συναισθηματικό βίωμα και ιστορική πολιτική εμπειρία, αλλά επιπροσθέτως είναι κεντρικό προσδιοριστικό στοιχείο της πολιτικής, αναδεικνύει το βαθύτερο νόημά της, ορίζει τη διαχρονική της ταυτότητα και οριοθετεί τη σχέση της με την κοινωνία. Αν η «πολιτική» δεν σημαίνει αλλαγή, ανατροπή του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτικού statusquo, ανακατεύθυνση της κοινωνίας σε ένα ποιοτικότερο επίπεδο συλλογικής ευημερίας και περιεκτικής δημοκρατίας, τότε διολισθαίνει στο κατώτερο επίπεδό της, μετατρέπεται σε τέχνη της επικοινωνίας, σε παραπολιτικό ανταγωνισμό και σε υπόθεση -απλώς- διαχειριστική
2. Εκτός από την προσέγγιση της (πραγματικής) ουσίας της πολιτικής, η πολιτική παρακαταθήκη του Α. Παπανδρέου αναδεικνύει τη σημασία της διαρκούς αναζήτησης του πολιτικού, κοινωνικού και αξιακού περιεχομένου της δημοκρατίας. Υπό αυτή την οπτική, η δημοκρατία δεν είναι έννοια στατική, δεν «αυτο-επιβεβαιώνεται», δεν συνιστά απλώς μία ιστορική κατάκτηση, ούτε αποτελεί χρονικά πεπερασμένο πολιτικό στόχο. Αντιθέτως, η δημοκρατία συνιστά μία δυναμική έννοια, μία διαρκή προοδευτική διαδικασία,ένα μόνιμο πολιτικό-κοινωνικό διακύβευμα. Η δημοκρατία απαιτεί συνεχή πολιτική επιβεβαίωση, θεσμική ωρίμανση, κοινωνική εμβάθυνση, αξιολόγηση και ποιοτική αναβάθμιση, ώστε η σχέση του πολίτη με το πολίτευμα να γίνεται ουσιαστική, βιωματική και συνειδησιακή: δεν αρκεί ο πολίτης να αντιλαμβάνεται -απλά- τη δημοκρατία ως μία σχετικά καλή κοινωνική/πολιτική κατάσταση πραγμάτων, αλλά να βιώνει, να νιώθει, να αισθάνεται τα ωφελήματα και τα ευεργετήματά της, να συμμετέχει σ΄ αυτή, να την προσδιορίζει και να προσδιορίζεται από αυτή.
Το πολιτικό έργο του Α. Παπανδρέου στο πεδίο της εθνικής συμφιλίωσης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της άρσης της κοινωνικής απομόνωσης, της δημοκρατικής συμμετοχής και της κοινωνικο-οικονομικής απελευθέρωσης δηλώνει την σπουδαιότητα του επίμονου και μόνιμου αγώνα για το πραγματικό δημοκρατικό περιεχόμενο.
3. Ως προς το σοσιαλιστικό εγχείρημα του Α. Παπανδρέου, παρά τις αντιφάσεις, τις παραλείψεις και τις υπερβολές, είναι αναμφίλεκτο ότι σ' αυτό οφείλεται η προώθηση και η εγγραφή στον «συλλογικό νου» των ιδεών της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατικής συμμετοχής, της ισότητας, των δημοσίων αγαθών, του κοινωνικού ελέγχου, της αναδιανομής, της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης. Η αποκατάσταση των οικονομικών - κοινωνικών ανισοτήτων, η ισότητα του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια αγαθά και η θεσμική θωράκιση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων συνέτειναν σε ένα προοδευτικό, ριζοσπαστικό και δημοκρατικό κοινωνικό μετασχηματισμό που συμπυκνώνεται στο γεγονός της μαζικής εξόδου διαφορετικών κοινωνικών ομάδων από το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο. 4. Δεσπόζουσα θέση στην πολιτική παρακαταθήκη του Α. Παπανδρέου κατέχει η έννοια και ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας. Η ικανότητα να αφουγκράζεται τις πολύπλοκες κοινωνικές διεργασίες, να διαβλέπει τον ενδόμυχο κοινωνικό ριζοσπαστισμό της περιόδου και να μετασχηματίζει αυτά τα πρωτογενή υλικά σε πολιτικό όραμα και στόχο αποκαλύπτουν τον πυρήνα του ηγετικού του ταλέντου. Ο Α. Παπανδρέου ενσαρκώνει την οραματική ηγεσία∙ αντιλαμβάνεται την κοινωνική δυναμική και τον «συλλογικό ψυχισμό», επινοεί το «πού και πώς» πρέπει να κατευθυνθεί η κοινωνία και -έχοντας μία «μεταφυσική» ικανότητα να επικοινωνεί μαζί της - την οδηγεί προς τα ΄κει. Σ΄ αυτή την κοινωνική και πολιτική διαδικασία αναδύεται μία κρίσιμη πτυχή της παρακαταθήκης του Α. Παπανδρέου: η πολιτική δεξιοτεχνία και η ηγετική επάρκεια αποτυπώνονται -μεταξύ άλλων- στην διαρκή προσπάθεια να συνδυαστούν η πολιτική/κοινωνική συγκυρία με το ιστορικό βάθος και η ιδεολογία με τον πολιτικό ρεαλισμό.
5. Η μελέτη της παρακαταθήκης του Α. Παπανδρέου συνιστά κίνητρο για ένα ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό αναστοχασμό και πηγή άντλησης χρήσιμων διδαγμάτων για την αντιμετώπιση κρίσιμων σύγχρονων προβλημάτων και την αποφυγή σοβαρών λαθών του παρελθόντος. Μερικά ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε είναι :
α) νέες κοινωνικές συγκρούσεις και ανάγκη δίκαιης διευθέτησης των σύγχρονων πολλαπλών συγκρούσεων συμφερόντων. Η κοινωνική δικαιοσύνη πλαισιώνεται από κρίσιμους νέους στόχους, όπως η διαγενεακή δικαισύνη, η ισότητα των φύλων, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη.
β) Υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και μεταρρύθμισή του για την υποστήριξη όσων βρίσκονται εκτός των τειχών του συστήματος κοινωνικής προστασίας και συνιστούν τους νέους μη προνομιούχους (νέοι, γυναίκες, μετανάστες, μακροχρόνια άνεργοι, μονογονεϊκές οικογένεις)
γ) Προώθηση ενός νέου παραγωγικού-αναπτυξιακού μοντέλου με αιχμή την παιδεία, τις νέες τεχνολογίες, τον πολιτισμό, το περιβάλλον. Απεξάρτηση από τον αναποτελεσματικό κρατισμό, τον παρεοκρατικό καπιταλισμό, τον πελατειακό παρασιτισμό, τον παρωχημένο πατερναλισμό και τον εξωτερικό δανεισμό.
δ) Αναζήτηση νέων μορφών ηγεσίας και συλλογικής οργάνωσης που αρθρώνονται στη λογική της "συλλογικής ευφυίας" και όχι του "απόλυτου ηγέτη"
Μία δημόσια συζήτηση για την προσέγγιση του πολιτικού, κοινωνικού, οικονομικού και ακαδημαϊκού έργου του Α. Παπανδρέου πραγματοποιεί το περιοδικό "Βορέας", το Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009, στην Αλεξανδρούπολη (ώρα 17: 30, ΕΓΝΑΤΙΑ GRECOTEL).
Θα έχω την ευκαιρία να συμμετέχω στη συζήτηση, ύστερα από την πρόσκληση του εκδότη-διευθυντή του "Βορέα" κ. Σ. Παπαθανάκη, με θέμα εισήγησης: "Ποια είναι η πολιτική παρακαταθήκη του Ανδρέα Παπανδρέου; Μερικές σκέψεις για τον "παιδευτικό" ρόλο της σύγχρονης ματιάς στον Α. Παπανδρέου".
Για το μεταρρυθμιστικό έργο, την πολιτική δράση και την προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου θα μιλήσουν ο Δημήτρης Αγανίδης (δικηγόρος) και η Άννα Δεληγιάννη (Φιλόλογος).
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από παλαιότερο τεύχος του περιοδικού.
Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τη δημοσκοπική κάμψη και την πολιτικο-εκλογική αποδυνάμωση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ενδεικτικά, αρκετές αναλύσεις επισημαίνουν την εμμονή στη διαμαρτυρία και το θολό πολιτικό πρόταγμα, την αμφίσημη μετατόπιση προς αριστερότερες θέσεις, τις (υπερ)βολικές ερμηνείες (βλ. οικονομική κρίση, Δεκέμβριος 2008) και τους ανούσιους βολονταρισμούς, τους ακατανόητους ηγεμονισμούς και το βαθμιαίο έλλειμμα στιβαρής συλλογικής ηγεσίας. Πιθανώς, όλες οι εκδοχές να εξηγούν -λιγότερο ή περισσότερο η κάθε μία- την πολιτική αποδυνάμωση του χώρου της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Ωστόσο, υπάρχει και μία πιο «δομική» εξήγηση που -ίσως- έχει παραμεληθεί στις σχετικές συζητήσεις. Παραδοσιακά, ο χώρος της ανανεωτικής/ ριζοσπαστικής αριστεράς χαρακτηρίζεται από έντονο πλουραλισμό, ισχυρή εσωτερική δημοκρατία και διαρκείς πολιτικο-ιδεολογικές διεργασίες. Εντούτοις, το ιδεολογικοπολιτικό αυτό «εργαστήρι» δεν οδηγεί πάντα σε μία δημιουργική πολυφωνία που μπορεί να αρθρωθεί σε ένα σαφές και συνεκτικό πολιτικό-προγραμματικό λόγο. Συνήθως, οι επιμέρους διαφορές σε θέματα ιδεολογίας και πολιτικής τακτικής δημιουργούν ένα αέναο κύκλο ζυμώσεων, συγκρούσεων, πολλαπλών ερμηνειών και αναθεωρήσεων, που -κατά κανόνα- δημιουργούν συγχύσεις στα κοινωνικά στρώματα που συχνά στρέφονται προς το χώρο αυτό. Το φαινόμενο συναντάται ακόμα περισσότερο στις περιπτώσεις διαμόρφωσης ευρύτερων αριστερών συμμαχιών, όπως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αν και αυτή η αναστοχαστική λειτουργία της αριστεράς βρίσκεται στο γενετικό της υλικό και προσδιορίζει τη δημοκρατική παράδοση του χώρου, φαίνεται ότι «μπλοκάρει» την εκλογική της επιρροή και συρρικνώνει την πολιτική της ισχύ.
Είναι όμως κακό να υπάρχουν αυτές οι διαφοροποιήσεις και αυτή η αναστοχαστική λειτουργία της αριστεράς; Προφανώς όχι, το αντίθετo μάλιστα. Ουδείς αμφισβητεί ότι τα σύγχρονα κόμματα πρέπει να λειτουργούν ως «συλλογικοί διανοούμενοι». Ωστόσο, η σοβαρή δομική αδυναμία βρίσκεται στο γεγονός της απουσίας ενός λειτουργικού - αυτόματου μηχανισμού διευθέτησης αυτών των διαφορών, στην έλλειψη μίας συγκολλητικής ουσίας που συνθέτει τις επιμέρους διαφορές σε ένα ενιαίο πρόταγμα. Στους υπόλοιπους χώρους αυτός ο μηχανισμός είναι υπαρκτός. Στα μεγάλα κόμματα είναι η προοπτική της εξουσίας. Στα υπόλοιπα κόμματα, αν και μάλλον δεν υπάρχει παράδοση ιδεολογικού πλουραλισμού, είναι το δόγμα (βλ. Κ.Κ.Ε) και ο αρχηγισμός - ηγεμονισμός (ΛΑ.Ο.Σ).
Πώς μπορεί να επινοήσει η αριστερά ένα τέτοιο μηχανισμό διευθέτησης των επιμέρους διαφορών και να υπερβεί αυτή τη δομική της αδυναμία; Προφανώς όχι θυσιάζοντας την δημοκρατική της παράδοση. Πιθανώς, (ανα)στοχαζόμενη την προοπτική της εξουσίας. Πιθανώς κάτι άλλο.
Στο κείμενο "Μεταρρυθμίσεις, δημόσιος διάλογος και κοινωνία των πολιτών" είδαμε τη σημασία της δημόσιας διαβούλευσης ως προϋπόθεση προώθησης μεταρρυθμίσεων και διαμόρφωσης συνθηκών κοινωνικής συναίνεσης, καθώς και την ουσιαστική συμβολή που μπορούν να έχουν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών σε ένα ανοιχτό μοντέλο δημόσιας διαβούλευσης. Μία σημαντική συμβολή στη συζήτηση αυτή μπορείτε να δείτε στο κείμενο της G700 "Να αλλάξει το κορπορατιστικό μοντέλο δημόσιας διαβούλευσης. Η κοινωνία των πολιτών στο προσκήνιο". Νομίζω ότι, η σταδιακή ωρίμανση της διαδικασίας προώθησης της δημόσιας πολιτικής με τον εκδημοκρατισμό και το άνοιγμα του κοινωνικού διαλόγου και σε κοινωνικές ομάδες που δεν εκπροσωπούνται στο παραδοσιακό σύστημα μεσολάβησης συμφερόντων είναι κρίσιμο θέμα που θα απασχολήσει στο άμεσο μέλλον το πολιτικό μας σύστημα.
"Με 10 ευρώ, προσφέρεις ένα βιβλίο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε έναν μετανάστη. Προσφέρεις γνώση, επικοινωνία, επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό. Όσοι-ες θέλετε, μπορείτε να προσφέρετε την ενίσχυσή σας στο Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών Πειραιά... στην Τράπεζα MARFIN Αριθμός Λογαριασμού: 0820527400 (στο όνομα της ταμια μας κα Λιάτσου Σωτηρία) Σας ευχαριστούμε. Το Δ.Σ.του Σχολείου και οι Εθελοντές καθηγητές μεταναστών.
Η διαδικασία προώθησης -συχνά επίπονων και αντιδημοφιλών- διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και διαμόρφωσης προϋποθέσεων κοινωνικής συναίνεσης συνδέεται -μεταξύ άλλων- με την ικανότητα των «policy makers» να πείθουν τους κοινωνικούς εταίρους και το εκλογικό σώμα για την αναγκαιότητα των αλλαγών και την καταλληλότητα (appropriateness) των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων. Υπό αυτή την έννοια, μία βιώσιμη μεταρρυθμιστική στρατηγική πρέπει να συνοδεύεται από επαρκή πολιτική και επιστημονική αιτιολόγηση για τη λογική, το περιεχόμενο και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα των διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή να προσφέρει επαρκείς απαντήσεις στα ερωτήματα του τύπου: α) ποια οικονομικά ζητήματα και ποιοι κοινωνικοί μετασχηματισμοί (π.χ. για αγορά εργασίας, ασφαλιστικό) υπαγορεύουν την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης;, β) ποια είναι τα προβλήματα του status quo και τι κόστος έχουν σε όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής ευημερίας; γ) ποιοι ωφελούνται και ποιοι ζημιώνονται από το status quo (και αντιστοίχως από τη μεταρρύθμιση); δ) ποιες κυρίαρχες αξίες υπαγορεύουν την προώθηση της μεταρρύθμισης (π.χ. κοινωνική & διαγενεακή δικαιοσύνη) ε) Πώς διανέμονται τα -συνήθως- μακροχρόνια οφέλη της μεταρρύθμισης και πώς αποζημιώνονται οι βραχυπρόθεσμα χαμένοι;
Η προσέγγιση αυτών των θεμάτων και η πολύπλευρη πληροφόρηση των πολιτών προϋποθέτουν θεσμούς και πρακτικές αποτελεσματικής δημόσιας διαβούλευσης (θεσμικός διάλογος, κοινωνικός διάλογος). Στη σχετική βιβλιογραφία της πολιτικής επιστήμης επισημαίνεται ότι, ο δημόσιος διάλογος (discourse) για την πολιτική αιτιολόγηση και τεκμηρίωση των μεταρρυθμίσεων, δεν συνιστά -απλώς- ένα παραδοσιακό συνοδευτικό στοιχείο της πολιτικής διαπραγμάτευσης των ενδιαφερομένων μερών, ούτε αντανακλά -μόνο- τα επιμέρους συμφέροντα, αλλά μπορεί υπό προϋποθέσεις να μεταβάλλει ιστορικά διαμορφωμένες αντιλήψεις και προτιμήσεις, να μετασχηματίσει εδραιωμένους θεσμούς και νόρμες συμπεριφοράς και συνεπώς να λειτουργήσει ως καταλύτης των αλλαγών. Αναμφίβολα, μία τέτοια οπτική προϋποθέτει επαρκή πολιτική αξιοπιστία, μεταρρυθμιστική ικανότητα και πολιτική δεξιοτεχνία (βλ. ideational leadership), αν και σαφώς συναρτάται με το ευρύτερο θεσμικό/πολιτικό/κοινωνικό πλαίσιο, όπως το είδος και η φύση του κορπορατιστικού μοντέλου, οι θεσμοί κοινωνικού διαλόγου, η διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και η επιρροή των media, των επιστημονικών κοινοτήτων και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Η σημασία του δημοσίου διαλόγου (discourse) και των ιδεών που αιτιολογούν την αναγκαιότητα και καταλληλότητα των προτεινόμενων αλλαγών απασχολεί τη σύγχρονη θεωρητική και εμπειρική έρευνα. Ενδεικτικά, οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο κοινωνικό κράτος της Δανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας (αγορές εργασίας, κοινωνική πολιτική, συστήματα κοινωνικής ασφάλισης) οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στα οφέλη της δημόσιας διαβούλευσης και στην ικανότητα των κυβερνήσεων να πείσουν το εκλογικό σώμα και τους κοινωνικούς εταίρους αφενός για την αναποτελεσματικότητα και τις ανισότητες του status quo, αφετέρου για την αναγκαιότητα και την καταλληλότητα των μεταρρυθμίσεων. Ακόμα και σε παραδοσιακά «δυσκίνητα» κράτη με πολλούς “veto players”, η ισχύς των επιχειρημάτων και η συμβολή του δημοσίου διαλόγου οδήγησε σε κρίσιμες διαρθρωτικές αλλαγές (βλ. π.χ. την πολιτική μεταρρυθμίσεων στη Γερμανία το 2001). Επιπρόσθετα, στη «συγγενικά αρτηριοσκληρωτική» Ιταλία, η συμβολή του δημοσίου διαλόγου ως προς την ανάδειξη του προβληματικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, οδήγησε σε σημαντική μεταρρύθμισή του (βλ. κατά βάση μεταρρύθμιση Dini). Αναμφίβολα, οι επιδόσεις του δημοσίου διαλόγου και της κοινωνικής διαβούλευσης στην Ελλάδα είναι χαμηλές, αν όχι απογοητευτικές. Ζητήματα, όπως η εμμονή στις παραμετρικού τύπου αλλαγές και η αποφυγή εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η ιστορική διαμόρφωση και λειτουργία του κορπορατιστικού μοντέλου, η μη συναινετική πολιτική κουλτούρα, η υποπολιτική μιντιακή προσέγγιση των πραγμάτων και η εμφανής έλλειψη επιστημονικών κοινοτήτων (π.χ think tanks) στο πεδίο της δημόσιας πολιτικής συμβάλλουν στον ασφυκτικό περιορισμό και στην αφόρητη δυσκαμψία του δημοσίου διαλόγου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η δυνατότητα δημόσιας παρέμβασης και διατύπωσης μεταρρυθμιστικών ιδεών και επιχειρημάτων από κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται εκτός του παραδοσιακού συστήματος μεσολάβησης συμφερόντων και οργανώνονται στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών αποκτά ιδιαίτερη σημασία. H g700 συνιστά ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Η κοινωνική αναφορά της (νέα γενιά, γενιά των 700 ευρώ) και το γενικό σημείο αναφορά της (point of view = διαγενεακή δικαιοσύνη) προσφέρουν ένα συνεκτικό πλαίσιο ιδεών και επιχειρημάτων που μπορεί να εμπλουτίσει το δημόσιο διάλογο, να διευρύνει την agenda της δημόσιας διαβούλευσης και να ωθήσει τη μεταρρυθμιστική διαδικασία (reform process) σε ένα ποιοτικότερο επίπεδο. Ανάλογες τέτοιες πρωτοβουλίες από την κοινωνία των πολιτών και από επιστημονικές κοινότητες θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κάλυψη ενός σημαντικού κενού στον τρόπο σχεδιασμού, οργάνωσης και διαβούλευσης της εγχώριας μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στον απαραίτητο σταδιακό «εξευρωπαϊσμό» της.
Η έννοια του «καταλληλότερου» για τη θέση του πρωθυπουργού είναι σαφώς παρεξηγημένη στο δημόσιο διάλογο. Άλλωστε, υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα που τεκμηριώνουν επαρκώς την προβληματική δημοσκοπική προσέγγιση του όρου (κυρίως ως προς την εμμονή στην επικοινωνιακή του διάσταση και στη «διάτρητη» μεθοδολογία), αλλά και την ελαφρότητα των καφενειακών αναλύσεων (βλ. π.χ λαζοπούλειος μέθοδος)
Μία σημαντική παρανόηση που -ίσως- δεν συζητείται συχνά, είναι ότι η έννοια του «καταλληλότερου» θεωρείται εσφαλμένα στατική. Η αφηρημένη και στατική διατύπωση του δημοσκοπικού ερωτήματος υποδηλώνει ότι η σύγκριση των δύο ηγετών γίνεται στο κενό, δίχως να αντιπαρατίθεται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο ή/και μία συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία. Η σχετικότητα της έννοιας του καταλληλότερου δεν αφορά μόνο στη σύγκριση των δύο ηγετών, αλλά κυρίως στη σύγκριση των ηγετικών τους χαρακτηριστικών έναντι της πολιτικής συγκυρίας. Μία τέτοια προσέγγιση οδηγεί -πιθανώς- σε ασφαλέστερα συμπεράσματα.
Στην παρούσα φάση η πρωθυπουργική «καταλληλότητα» οριοθετείται στο πλαίσιο της οικονομικής συγκυρίας. Πώς μπορεί να οριστεί η «καταλληλότητα» υπό τις παρούσες συνθήκες; Ποιο είναι το βασικό προσδιοριστικό της στοιχείο; Θεωρώ ότι, το κρίσιμο στοιχείο είναι το μέγεθος και η επάρκεια του «πολιτικού κεφαλαίου» που διαθέτουν οι δύο υποψήφιοι πρωθυπουργοί. Ως «πολιτικό κεφάλαιο» εννοώ την ικανότητα άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής επιρροής ως προς τη διαμόρφωση συνθηκών κοινωνικής συναίνεσης και ειδικώς ως προς τη δυνατότητα οικοδόμησης δεσμών πολιτικής και κοινωνικής εμπιστοσύνης (π.χ. με τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και ομάδες συμφερόντων, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τις διεθνείς αγορές κλπ.).Υπό αυτή την έννοια, ως περισσότερο κατάλληλος θεωρείται αυτός που είναι περισσότερο αξιέμπιστος.
Για απόλυτα γνωστούς λόγους, ο κ. Καραμανλής από το 2004 μέχρι σήμερα κατασπατάλησε το πλούσιο «πολιτικό κεφάλαιο» που είχε επισωρεύσει. Όσα επικοινωνιακά τεχνάσματα και ρητορικά σχήματα και αν επιστρατεύσει είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσει το εκλογικό σώμα ότι είναι «κομιστής» αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, ο κ. Παπανδρέου φαίνεται να εκκινεί -σαφώς- από καλύτερη θέση. Το ισοζύγιο «πολιτικού κεφαλαίου» γέρνει υπέρ του Προέδρου τουΠΑ.ΣΟ.Κ. -τουλάχιστον- για δύο λόγους:
α) τα ζητούμενα της συγκυρίας (εμπιστοσύνη, αξιοπιστία, συναίνεση) ταιριάζουν (match) περισσότερο με ένα ηγετικό προφίλ σύνεσης, μετριοπάθειας, διαπραγματευτικής ικανότητας καιισχυρών κοινωνικών αναφορών. Σ΄ αυτά τα στοιχεία ο κ. Παπανδρέου έχει σαφώς συγκριτικό πλεονέκτημα.
β) ασφαλώς πριμοδοτείται από τις κακές επιδόσεις του αντιπάλου του. Στο πολιτικό «παιχνίδι» το έλλειμμα πολιτικού κεφαλαίου του ενός μετασχηματίζεται σε πλεόνασμα πολιτικού κεφαλαίου για τον βασικό του αντίπαλο (ακριβώς όπως και ο κ. Καραμανλής το 2004).
Ο κ. Παπανδρέου φαίνεται να διαθέτει περισσότερο «πολιτικό κεφάλαιο» και ως εκ τούτου να είναι «καταλληλότερος». Το ζητούμενο για τον Πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ είναι να διευρύνει όσο περισσότερο μπορεί το πολιτικό του κεφάλαιο σε συνθήκες γενικευμένης απογοήτευσης και δυσπιστίας. Δίχως αμφιβολία, αυτό συναρτάται με την άρθρωση ενός πειστικού, υπεύθυνου, κοινωνικά ελκυστικού και εκλογικά ανταγωνιστικού πολιτικού - προγραμματικού λόγου.
Στις περισσότερες δημόσιες συζητήσεις το πρόβλημα τίθεται υπεραπλουστευτικά: ποια μέτρα θα πάρετε για τη φοροδιαφυγή; Συνήθως, η περιγραφή των μέτρων πολιτικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής συνοδεύεται από μία ιδιότυπη πολεμική φρασεολογία (π.χ πόλεμος κατά της φοροδιαφυγής, θα είμαστε άτεγκτοι...). Ουδείς αμφισβητεί ότι η λήψη μέτρων για την αποφασιστική, αποτελεσματική και διαφανή λειτουργία των φοροεισπρακτικών μηχανισμών και της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων μπορεί να περιορίσει την έκταση και ένταση της φοροδιαφυγής. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ευρύτερο και απαιτεί μία περισσότερο "μακροσκοπική" θεώρηση: η φοροδιαφυγή είναι συστημικό και ενδημικό κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο και συνιστά φυσιολογικό αποτέλεσμα μίας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος χαμηλής εμπιστοσύνης και ισχνού "κοινωνικού κεφαλαίου". Φοροδιαφυγή και Κοινωνική Εμπιστοσύνη (κείμενο του blog που αναρτήθηκε ακριβώς πριν ένα χρόνο)
Μία αναλυτική προσέγγιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής δεν μπορεί παρά να εκκινεί από την θεμελιακή έννοια της «κοινωνικής εμπιστοσύνης». Διόλου τυχαία, η σχετική εμπειρική ανάλυση υποδεικνύει την αντίστροφη σχέση μεταξύ του μεγέθους της φοροδιαφυγής και του επιπέδου κοινωνικής εμπιστοσύνης: κοινωνίες υψηλής εμπιστοσύνης καταγράφουν περιορισμένη φοροδιαφυγή ενώ κοινωνίες χαμηλής εμπιστοσύνης εμφανίζουν εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Ο όρος «κοινωνική εμπιστοσύνη» νοείται ως μία κοινωνική κατάσταση όπου υπάρχει ένα θεσμικά, κοινωνικά και ηθικά κατοχυρωμένο πλέγμα σταθερών - γενικών και αφηρημένων - κανόνων, αρχών και αξιών που επιτρέπει τη διασφάλιση ενός ικανού βαθμού προβλεπτικότητας της ατομικής/ συλλογικής συμπεριφοράς. Σχηματικά, τα άτομα επιλέγουν να πράξουν κατά τρόπο Α καθώς αναμένουν και από τους υπόλοιπους δρώντες (άτομα, κοινωνία, κράτος) να πράξουν κατά τον ανάλογο ή συγκεκριμένο τρόπο Β. Η δυνατότητα προβλεκτικότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς επιτρέπει την ανάπτυξη και εμβάθυνση σταθερών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων που αρθρώνονται στην αμοιβαία αναγνώριση συγκεκριμένων προτύπων συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Λόγου χάρη, ο Σκανδιναβός πολίτης πληρώνει με σχετική προθυμία το φορολογικό βάρος που του αναλογεί εφόσον γνωρίζει εκ των προτέρων ότι αφενός οι συμπολίτες του θα πράξουν κατ’ ανάλογο τρόπο και αφετέρου ότι το κράτος θα διαχειριστεί τους δημόσιους πόρους με έναν συγκεκριμένο, κοινωνικά επιθυμητό, τρόπο. Κατά μία έννοια, φαίνεται να λειτουργεί ένα «αόρατος - αυτόματος» μηχανισμός που δημιουργεί ένα σταθερό, συνεκτικό και κοινωνικά - οικονομικά αποτελεσματικό πλαίσιο ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών Προφανώς, σε κοινωνίες χαμηλής εμπιστοσύνης ο παραπάνω μηχανισμός είναι ανύπαρκτος. Επί της ουσίας, δεν υπάρχει καμία πολιτική, κοινωνική και ηθική επιβεβαίωση ότι πολίτες, κράτος και επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα προβλέψιμο, αμοιβαίως αποδεκτό και κοινωνικά επιθυμητό (πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό) περιβάλλον. Η απουσία ενός αποτελεσματικού «κοινωνικού συντονισμού» των ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών διαμορφώνει ένα πλαίσιο αβεβαιότητας, δυσπιστίας και καχυποψίας, ενώ ευνοεί την αναπαραγωγή του φαύλου κύκλου κοινωνικών δυσλειτουργιών (με βάση τη θεωρία παιγνίων το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι το κλασικό "δίλημμα του φυλακισμένου")To αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η δημιουργία μίας κοινωνίας "τσαμπατζήδων" (free riders), όπου η βασική κοινωνική επιδίωξη είναι η συμμετοχή στα δημόσια/ κοινωνικά οφέλη και η μη συμμετοχή στα αντίστοιχα δημόσια/ κοινωνικά βάρη.
-------------------
Υπό αυτή την έννοια, κρίσιμης σημασίας είναι το ζήτημα των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων στο τρόπο διαχείρισης, ελέγχου, διανομής (βλ. κοινωνική πολιτική) και αξιολόγησης της δημόσιας δαπάνης.
Η εγκυρότητα των επιχειρημάτων του διαγγέλματος του κ. Καραμανλή, ως προς την θεσμική του έκκλησηγια νέα λαϊκή εντολή στη Ν.Δ., είναι ισχνή, αν όχι ανύπαρκτη. Όχι μόνο για τον προφανή λόγο του πολιτικού παραδόξου (στα όρια του φαιδρού) της διατύπωσης ακριβώς των ίδιων πολιτικών διλημμάτων και συνεπώς της έλλειψης στοιχειώδους πολιτικής “νομιμοποίησης” (δηλαδή ποιος κυβερνά τόσα χρόνια;), αλλά κυρίως διότι -τουλάχιστον- στα δύο κεντρικά επιχειρήματα (δημοσιονομικό, φοροδιαφυγή) του κ. Καραμανλή δεν μπορεί να αποδοθεί ο χαρακτήρας του πολιτικού-εκλογικού διακυβεύματος. Ο δημοσιονομικός έλεγχος και η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής αποτελούν αυτονόητες υποχρεώσεις των κυβερνώντων, ειδικώς για μία χώρα της Ο.Ν.Ε με τραγικά «δημοσιονομικά» μεγέθη. Κατά μία έννοια, το επιχείρημα του «ζητώ λαϊκή εντολή για να κυβερνήσω» είναι ταυτολογικό, δίχως πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο και νόημα. Η επίκληση της αναγκαιότητας νέας λαϊκής εντολής για την αποφυγή χρεοκοπίας της χώρας δεν παράγει κανένα ουσιαστικό πολιτικό δίλημμα. Επί της ουσίας, ζητείται από το λαό να αποφασίσει ότι δεν θέλει να χρεοκοπήσει η χώρα! Η επιχειρηματολογία του πρωθυπουργού «απογυμνώνει» την έννοια της δημοκρατικής λαϊκής εντολής από την πραγματική θεσμική-πολιτική σημασία της και σαφώς «από-νομιμοποιεί» και «προσβάλλει» την λαϊκή εντολή του 2007. Όμως, ακόμα και το επιχείρημα των διαρθρωτικών αλλαγών από μόνο του δεν διατυπώνει κανένα πολιτικο-εκλογικό δίλημμα,παρά μόνο εφόσον οι μεταρρυθμίσεις εντάσσονται σε ένα σαφώς οριοθετημένο, συνεκτικό και πολιτικά αιτιολογημένο πλαίσιο. Η μεταρρυθμιστική agendaδημιουργεί πολιτικά διακυβεύματα μόνο όταν εξηγεί το «ποιες αλλαγές και γιατί, πότε και πώς» και τεκμηριώνεται σε μία ορθολογική ανάλυση «κόστους - οφέλους» (ποιοι χάνουν και γιατί, ποιοι κερδίζουν και γιατί) στο πλαίσιο μίας ευρύτερης ιδεολογικής πλατφόρμας (π.χ. προώθηση κοινωνικής & διαγενεακής δικαιοσύνης). Οπότε, το επιχείρημα «ζητώ λαϊκή εντολή για να συνεχίσω (!) -γενικώς- τις μεταρρυθμίσεις» είναι εξίσου δίχως πραγματικό πολιτικό περιεχόμενο. Το ουσιαστικό διακύβευμα των εκλογών είναι διττό: α) με ποιες μεταρρυθμίσεις και ποιο παραγωγικό πρότυπο (π.χ πράσινη οικονομία) θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις οικονομικής ανάκαμψης και κοινωνικής ευημερίας, β) μετά την κρίση τι, ή εναλλακτικά με ποιους όρους θα γίνει η κοινωνική διαπραγμάτευση (νέο newdeal) των όρων της οικονομικής ανάκαμψης. Ουσιαστικά, με ποιο τρόπο θα «αποζημιωθούν» οι κοινωνικές ομάδες που υπόκεινται σήμερα το μεγαλύτερο κόστος της κρίσης (μεταξύ αυτών και εμείς οι νέοι εργαζόμενοι). Προσδοκούμε απαντήσεις στην προεκλογική περίοδο.