Συνήθως, όταν το τελικό αποτέλεσμα μίας διεθνούς διαπραγμάτευσης είναι -σαφώς- κατώτερο των αρχικών προσδοκιών, διατυπώνονται δύο διαφορετικές απόψεις: η μία -περισσότερο μετριοπαθής και πιθανώς «συντηρητική»- θεωρεί ότι κάποιου είδους συμφωνία είναι καλύτερη από “καμία συμφωνία”∙ η άλλη -περισσότερο ριζοσπαστική- θεωρεί ότι μία κακή συμφωνία είναι σίγουρα χειρότερη από “καμία συμφωνία”.
To τελικό αποτέλεσμα (final outcome) της Διάσκεψης της Κοπεγχάγης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχει αντιμετωπιστεί με ανάμεικτα συναισθήματα. Περιβαλλοντικές οργανώσεις και οικολόγοι ακτιβιστές φαίνεται να διατυπώνουν τη δεύτερη άποψη. Εκπρόσωποι κρατών και διαπραγματευτές (π.χ. Ευρωπαίοι) που προσδοκούσαν μία καλύτερη και αποτελεσματικότερη συμφωνία (νομικά δεσμευτική, σημαντικές μειώσεις ρύπων, επαρκής χρηματοδότηση προς τις αναπτυσσόμενες χώρες) διατυπώνουν σε γενικές γραμμές την πρώτη άποψη. Πιθανώς, μία περισσότερο «ορθολογική» προσέγγιση βρίσκεται εγγύτερα στην πρώτη οπτική: η συμφωνία ήταν κακή συγκριτικά με τις αρχικές προσδοκίες και την πραγματική ανάγκη διεθνούς πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος, εντούτοις μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει μία ουσιαστική βάση διαπραγμάτευσης και να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για μία επιτυχή συμφωνία στις επικείμενες διεθνείς διασκέψεις (CoP 16).
Ωστόσο, υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας για μία τέτοια προοπτική; Αναμφίβολα, υπάρχει εντεινόμενη δυσπιστία και αμφισβήτηση για την προθυμία της «διεθνούς πολιτικής» να συμφωνήσει σε μία αποτελεσματική -νομικά δεσμευτική- Διεθνή Συνθήκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (με τη συμπερίληψη σε αυτήν των δύο μεγαλύτερων ρυπαντών παγκοσμίως). Τα περιθώρια αισιοδοξίας είναι μάλλον στενά.
Αν κάτι έγινε φανερό στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης είναι η υπερίσχυση της «σκληρής πολιτικής» (hard politics) που αρθρώνεται στη λογική του εθνικού συμφέροντος και της παγκόσμιας κατανομής - ισορροπίας ισχύος (balance of power). Άλλωστε, δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, εφόσον η νομική-πολιτική δέσμευση για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου συναρτάται με «θυσίες» στο οικονομικό πεδίο και κατ΄ επέκταση με πιθανές μεταβολές στην παγκόσμια κατανομή οικονομικής/ πολιτικής ισχύος. Η υπερίσχυση των «hard politics» αποτυπώθηκε σαφώς με τη στρατηγική και διαπραγματευτική τακτική των Η.Π.Α., που εξ’ αρχής είχαν ως επιδίωξη την επιβεβαίωση της παγκόσμιας αμερικανικής ισχύος, ειδικώς σε ένα «διαπραγματευτικό τραπέζι» όπου για πρώτη φορά η Κίνα έφερε τον άτυπο τίτλο της «παγκόσμιας δύναμης».
Κάνοντας μία γενική αποτίμηση, φαίνεται ότι ο βασικός παράγοντας που αποτρέπει την ουσιαστική διεθνή συνεργασία αφορά στη βαρύτητα που έχουν οι εκτιμήσεις των μεγάλων παικτών για το ποιος θα κερδίσει από τη διεθνή συνεργασία και πόσο. Οι μεγάλοι παίκτες δεν ενδιαφέρονται τόσο για τα απόλυτα κέρδη που μπορούν να προκύψουν από μία διεθνή συνεργασία (absolute gains, win – win situation) και αφορούν κατά βάση τη συλλογική διεθνή προστασία και την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής, αλλά κυρίως για τα πιθανά σχετικά κέρδη (relative gains), δηλαδή ποιοι θα επωφεληθούν περισσότερο συγκριτικά με τους άλλους και τι μεταβολές μπορούν να προκύψουν στην παγκόσμια κατανομή οικονομικής και πολιτικής ισχύος.