Το διπλό έλλειμμα διαμορφώνει μία εξόχως κρίσιμη κατάσταση, ώστε να μπορεί να διατυπώνεται πλέον σχετικά βάσιμα (και μάλλον όχι τόσο υπερβολικά) ο ισχυρισμός ότι στο επόμενο διάστημα διακυβεύεται η θέση της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Δεν είναι τόσο το εύρος του δημοσιονομικού ελλείμματος που προσδίδει στοιχεία ισχύος σ' αυτόν τον ισχυρισμό (άλλωστε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός παρατηρείται και σε άλλα κράτη-μέλη), όσο κυρίως η επίμονη αναξιοπιστία και ανευθυνότητα έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και η εμμονή στην αποφυγή προώθησης διαρθρωτικών μέτρων και παρεμβάσεων που θα βελτιώσουν μεσο-μακροπρόθεσμα τα δημόσια οικονομικά. Προφανώς, μία τέτοια σκέψη επιδιώκει περισσότερο να επισημάνει την ιστορική και πολιτική σημασία της νέας εθνικής προσπάθειας (σαν να ξαναπιάνουμε το νήμα από την αρχή, όπως πριν περίπου 15 χρόνια) και λιγότερο να διατυπώσει μία περίεργη κινδυνολογία.
Σ' αυτό το πλαίσιο, απαιτείται οι νέες θεσμικές και διαρθρωτικές παρεμβάσεις να είναι άμεσες και τολμηρές για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης με την Ε.Ε αλλά -κυρίως- για τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για οικονομική ανάκαμψη. Άλλωστε, η εφικτότητα της πολιτικής δέσμευσης σε μία δέσμη μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών είναι περισσότερο ισχυρή από άλλοτε, διότι σ' αυτή την άσχημη οικονομική συγκυρία το κόστος της αδράνειας και της διατήρησης του status quo είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος της μεταρρύθμισης και της ανατροπής του. Επιπρόσθετα, η πολιτική συγκυρία και το υψηλό απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου και εμπιστοσύνης του ΠΑ.ΣΟ.Κ διευρύνουν τα περιθώρια για μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, το ποιες μεταρρυθμίσεις και γιατί, το πότε και το πώς των μεταρρυθμίσεων παραμένουν τα μεγάλα ζητούμενα.
Ενδεικτικά, η τραγική οικονομική κατάσταση και η πρωτοφανής έλλειψη αξιοπιστίας της χώρας θέτουν άμεσα στη δημόσια πολιτική agenda ορισμένα εξαιρετικά κρίσιμα θέματα, όπως η αποδέσμευση της στατιστικής υπηρεσίας από τον πολιτικό έλεγχο (ανεξαρτητοποίηση), η άμεση εφαρμογή ενός νέου δημόσιου μάνατζμεντ για την κατάρτιση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού στη βάση της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των δαπανών και της ανακατεύθυνσής τους από την κατανάλωση στην επένδυση, η ανασυγκρότηση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών και η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων χρεών, η μείωση της σπατάλης του Δημοσίου κ.α.
Αναμφίβολα,όμως,ένα σοβαρό, φιλόδοξο και αποτελεσματικό πλαίσιο διαρθρωτικών αλλαγών και πρωτοβουλιών για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας πρέπει να εστιάσει στον μεγάλο δημοσιονομικό βραχνά: στο αναποτελεσματικό, άδικο και διάτρητο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Οι κακές οικονομικές επιδόσεις, οι πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, η παραγωγική στασιμότητα και η αναιμική αύξηση των πραγματικών μισθών, το τραγικά χαμηλό ποσοστό απασχόλησης και η υψηλή ανεργία, οι αλλαγές στη δομή της απασχόλησης, τα διαφορετικά οικογενειακά πρότυπα και η δημογραφική γήρανση επιβεβαιώνουν ότι οι βασικοί πυλώνες στήριξης του παραδοσιακού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (PAYG) έχουν καταρρεύσει. Επίσης, τα υψηλά ποσοστά φτώχειας και οι μεγάλες ανισότητες μεταξύ των ηλικιωμένων, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και οι χαμηλές συντάξεις, η εξόφθαλμη προνομιακή μεταχείριση ορισμένων κοινωνικών ομάδων εις βάρος άλλων και η διαχρονική μετάθεση των κοινωνικοασφαλιστικών βαρών στις επερχόμενες γενιές δηλώνουν την αναποτελεσματικότητα και τις αδικίες του υπάρχοντος συστήματος, καθώς και την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισής του.
Το σημείο είναι κομβικό και η κατάσταση εξαιρετικά κρίσιμη. Η νέα εθνική προσπάθεια για οικονομική ανάκαμψη και διασφάλιση των «κοινοτικών κεκτημένων» περνά μέσα από μεγάλες αλλαγές στο θεσμικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Χρειάζονται νέες καινοτόμες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, την οικονομική ανάπτυξη και τη διασφάλιση των στόχων της κοινωνικής και διαγενεακής δικαιοσύνης.