Αν και φαίνεται να υπάρχει μία γενικότερη συμφωνία ως προς τον κρίσιμο κοινωνικό ρόλο της νέας γενιάς και την αναγκαιότητα για επένδυση στο “ανθρώπινο κεφάλαιο”, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι υπάρχει και η αντίστοιχη πολιτική και θεσμική στήριξη των νέων. Για την ακρίβεια, η ιστορική, πολιτική και κοινωνική συγκρότηση των θεσμών διανομής πόρων και ευκαιριών δεν είναι καθόλου φιλική προς τους νέους συγκριτικά με τις πιο «ώριμες ηλικίες». Η ηλικιακή κατανομή ισχύος στο πολιτικοοικονομικό σύστημα υποδεικνύει ότι κατά κανόνα υπερισχύουν οι προτιμήσεις και τα συμφέροντα των - πολιτικά και αριθμητικά - ισχυρότερων μεσαίων ηλικιακά κοινωνικών ομάδων, συχνά εις βάρος των νεότερων γενεών. Από την ηλικιακή κατανομή των κοινωνικών βαρών, καθώς και από την διανομή πόρων και ευκαιριών μεταξύ των γενεών, φαίνεται ότι ο τρόπος διευθέτησης των διαγενεακών σχέσεων αδικεί τους νέους.
Υπάρχουν αρκετά ενδεικτικά παραδείγματα που δείχνουν ότι οι νέοι είναι αντιμέτωποι με ένα εχθρικό ηλικιακό status quo, που διαμορφώνει συνθήκες περιορισμένων ευκαιριών και αναπαράγει ανισότητες και αποκλεισμούς που ευνοούν τους «καλώς τοποθετημένους εντός των τειχών του συστήματος». Κατά μία έννοια, ο βαθμός εμπιστοσύνης που επιδεικνύουν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία στη νέα γενιά είναι σχετικά χαμηλός.
Παραδείγματος χάρη, η “περιθωριοποίηση” των νέων αναδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό στο πεδίο της αγοράς εργασίας. Σε θεσμικούς/ πολιτικούς όρους, οι «αυστηρές» πολιτικές ρύθμισης της αγοράς εργασίας και οι διστακτικές - πολιτικώς βολικές μεταρρυθμίσεις (π.χ επιλεκτική ευελιξία) υψώνουν «θεσμικά τείχη» που αποθαρρύνουν τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και διαμορφώνουν συνθήκες εγκλωβισμού τους μεταξύ ανεργίας και επισφαλών θέσεων εργασίας. Μάλιστα, οι αντινεανικές θεσμικές ακαμψίες στην αγορά εργασίας συνυπάρχουν με εκτεταμένες παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, ώστε να διαμορφώνονται για ένα σημαντικό τμήμα των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας συνθήκες εργασιακού «μεσαίωνα».
Επιπρόσθετα, στην αγορά εργασίας συναντώνται συχνά συντηρητικές αντιλήψεις και κουλτούρες ως προς την αντιμετώπιση των νέων γενεών στα συστήματα εργασιακής ανάδειξης και αμοιβών. Δίχως να αμφισβητείται η σημασία της συσσωρευμένης εργασιακής εμπειρίας, παρατηρείται μία συντριπτική επικράτηση της «προϋπηρεσίας» -συχνά- εις βάρος της αξιοκρατίας. Διόλου απροσδόκητα, υπάρχουν περιπτώσεις ταλαντούχων νέων που ασφυκτιούν σε αυστηρά ηλικιακά, ιεραρχικά συστήματα αμοιβών και προαγωγών, με αποτέλεσμα τη βαθμιαία “καταστροφή” του νεανικού τους δυναμισμού και την είσοδό τους σε ένα φαύλο κύκλο απαισιοδοξίας και χαμηλής παραγωγικότητας. Άλλωστε, η εμμονή στην «προϋπηρεσιολαγνεία» επιφυλάσσει συνήθως για τους νέους θέσεις εργασίας χαμηλής ποιότητας και μειωμένων καθηκόντων. Στα παραπάνω προβλήματα, συχνά προστίθεται και το γνωστό φαινόμενο του «δικαίου» των δημοσίων σχέσεων.
Στο πεδίο του κοινωνικού κράτους, η αντιμετώπιση των νέων είναι εξίσου “εχθρική”. Η οργάνωση, η δομή και η θεσμική συγκρότηση του κοινωνικού κράτους αποτυπώνουν ένα συνολικό σχεδιασμό που ταιριάζει - κυρίως - στον παλαιότερο κανόνα της μακρόχρονης και αδιάκοπης σταδιοδρομίας στην αγορά εργασίας. Κατά μία έννοια, το «γενετικό υλικό» του ελληνικού κοινωνικού κράτους προσδιορίζεται από κοινωνικές συγκροτήσεις και διευθετήσεις πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Έτσι, στα αναδυόμενα σύγχρονα και πιεστικά κοινωνικά προβλήματα το κοινωνικό κράτος αδυνατεί να δώσει πειστικές απαντήσεις και λύσεις. Μεταξύ άλλων, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας και οι επισφαλώς εργαζόμενοι σε θέσεις μερικής απασχόλησης, βρίσκονται ουσιαστικά «εκτός των τειχών» του κοινωνικού κράτους, καθώς είναι αντιμέτωποι με σοβαρά κενά κοινωνικής προστασίας (οι νέοι έχουν αφεθεί στην ευεργετική «αγκαλιά» της οικογένειας).
Επιπρόσθετα, τα αναποτελεσματικά, πελατειακά και διάτρητα συστήματα κοινωνικών μεταβιβάσεων αναδιανέμουν πόρους εις βάρος των νέων. Η διστακτικότητα για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για μία δικαιότερη κατανομή των βαρών μεταξύ των γενεών θέτει σε αμφισβήτηση την διαγενεακή αλληλεγγύη και επιφυλάσσει στις νέες γενιές δυσανάλογα κοινωνικά βάρη. Η πληρωμή υψηλότερων εισφορών στο παρόν, η αποδοχή χειρότερων όρων ασφαλιστικής κάλυψης στο μέλλον και η επαχθής φορολογία για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους συνιστούν ορισμένα τυπικά παραδείγματα.
Αναμφίβολα, η εξήγηση της πολιτικής υποβάθμισης των νεότερων γενεών ως προς την ηλικιακή κατανομή των κοινωνικών βαρών αφορά σαφώς στην ελλιπή εκπροσώπησή τους στα συστήματα λήψης αποφάσεων. Η ισχνή παρουσία τους τόσο στο πεδίο της πολιτικής όσο και στον χώρο των οργανώσεων της εργασίας δείχνει ότι υπάρχει σημαντικό έλλειμμα εκπροσώπησης των συμφερόντων των νεότερων γενεών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Οι παντός τύπου ιεραρχίες και τα κατεστημένα συμφέροντα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ελίτ κρατούν σε απόσταση ασφαλείας τους νέους, προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο για επώδυνες θυσίες διατηρώντας την ισχυρή τους θέση και τα προνόμιά τους. Η σχετικά πρόσφατη δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η εκκωφαντική απουσία των νέων από την «agenda» του διαλόγου επιβεβαιώνει με τον πιο πειστικό τρόπο την περιθωριοποίηση των νέων.
Δίχως αμφιβολία, οι παραπάνω διαπιστώσεις υποδεικνύουν ότι οι νέοι βρίσκονται στο περιθώριο του πολιτικοοικονομικού συστήματος. Οι περιορισμένες ευκαιρίες και οι αποκλεισμοί για μία ηλικιακή ομάδα που διάγει την κρισιμότερη περίοδο ως προς τις επιλογές και τα «σχέδια ζωής» της, υπονομεύουν τις προοπτικές κοινωνικής ευημερίας και το συλλογικό μέλλον. Η άδικη διευθέτηση των σχέσεων μεταξύ των γενεών και η χαμηλή εμπιστοσύνη στους νέους διαμορφώνουν μία συντηρητική, άκαμπτη, αδύναμη και κλειστή κοινωνία.· μία κοινωνία χαμηλού ρίσκου και καινοτομίας, παγιδευμένη σε ένα σκληρό και αντιπαραγωγικό ηλικιακό status quo, αδύναμη να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος.