Υπάρχουν δύο κρίσιμα στοιχεία που αποτυπώνουν ότι οι δημόσιες επιλογές υποεκτιμούν τον υψηλό αυτό κίνδυνο: α) η επίμονη υποαπασχόληση των νέων (υψηλή ανεργία/ χαμηλή απασχόληση) και η επιλογή της “θεραπείας” στη μείωση του κατώτατου μισθού για τους νεοεισερχόμενους β) η θεσμική περιθωριοποίηση των νέων στο πεδίο του συστήματος κοινωνικής προστασίας (ειδικώς έλλειψη στεγαστικής πολιτικής για τους νέους).
Η λογική που διαπερνά τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις του μνημονίου συνεργασίας στην αγορά εργασίας και στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα αρθρώνεται στη διαπίστωση ότι οι νέοι εργαζόμενοι συνιστούν -πρωτίστως και κυρίως- κόστος για τις επιχειρήσεις. Επομένως, η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των δυνατοτήτων απασχόλησης των νέων προϋποθέτουν τη μείωση της αξίας της εργατικής τους δύναμης. Ειδικώς, στο μνημόνιο συνεργασίας προβλέπεται η αναθεώρηση του κατώτατου μισθολογίου μέσω της υιοθέτησης νομοθεσίας για τους κατώτατους μισθούς με ειδικές προβλέψεις (sub-minima) για τους νέους εργαζομένους.
Η επιλογή της μείωσης του επιπέδου του κατώτατου μισθού για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας αρθρώνεται στο επιχείρημα της ενθάρρυνσης των επιχειρήσεων να προσλάβουν νέο εργατικό δυναμικό από τη δεξαμενή της πλεονάζουσας προσφοράς εργασίας, το οποίο είναι πρόθυμο να εργαστεί με μισθό κατώτερο από το μισθό που επικρατούσε στη αγορά (μείωση ανεργίας νέων). Αν και υπάρχει μία σχετική συναίνεση για τις αρνητικές επιπτώσεις των θεσμικών ακαμψιών της αγοράς εργασίας στην απασχόληση των νέων, εντούτοις η οικονομική/ εμπειρική οικονομική ανάλυση για τη διαδεδομένη υπόθεση της θετικής συσχέτισης της μεταβολής του κατώτατου μισθού και της ανεργίας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας είναι αρκετά αντιφατική. Επιπρόσθετα, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους ευθέως συσχετίζεται με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και με πιθανά μελλοντικά οφέλη στην απασχόληση, δίχως ωστόσο η μέχρι πρότινος ελληνική εμπειρία να μπορεί να επιβεβαιώσει επαρκώς αυτή την υπόθεση.
Υπάρχουν θετικά σ΄ αυτή την επιλογή οικονομικής πολιτικής για τους νέους; Εδώ, πρέπει να οδηγηθούμε σε μία σκληρή παραδοχή. Πρέπει να αποδεχθούμε ως μοναδικό το δίλημμα «ανεργία vs εργασία κάτω από 600 ευρώ» και να υποθέσουμε ότι, η μείωση του μισθού των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας θα τονώσει την απασχόληση των νέων. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι νεοεισερχόμενοι που θα επωφεληθούν από αυτή τη μείωση του κατώτατου μισθού βρίσκοντας εργασία θα μείνουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα εντός της αγοράς εργασίας βελτιώνοντας βαθμιαία την εισοδηματική τους κατάσταση. Η χαμηλή ποιότητα επιχειρηματικότητας, η συντηρητική επιχειρηματική κουλτούρα στα πρότυπα ανάδειξης και αμοιβών, η αύξηση της εργασιακής ευελιξίας και η απουσία πολιτικών κοινωνικής υποστήριξης των νέων υποδεικνύουν -μάλλον- τον ισχυρό κίνδυνο ότι για τους περισσότερους νέους η αγορά εργασίας θα αποτελεί ένα σύντομο διάλειμμα που θα διακόπτει μεγάλα διαστήματα παραμονής στην ανεργία και στην «εισοδηματική καχεξία».
Μία πιθανή θετική παράμετρος αυτής της πολιτικής είναι -πιθανώς- η τόνωση της νεανικής επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, σ΄ αυτή την περίπτωση η νεανική επιχειρηματικότητα (θα εξακολουθήσει να) αποτελεί έσχατη επιλογή ανάγκης μετά από μία μακρά αποτυχημένη διαδρομή στην αναζήτηση μισθωτής εργασίας στο δημόσιο ή/και στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, ακόμα και μία ενίσχυση της «μικροεπιχειρηματικότητας ανάγκης» είναι αβέβαιη, δίχως μία άμεση μεταβολή στις δημόσιες πολιτικές και τη χάραξη ενός συνεκτικού, στρατηγικού εθνικού σχεδίου για τη νεανική επιχειρηματικότητα.
Δίχως αμφιβολία, αυτή η πολιτική επιλογή για την ενίσχυση της απασχόλησης των νέων κρύβει κρίσιμους κινδύνους που οι σχεδιαστές πολιτικής παραμελούν, ή σκοπίμως θεωρούν ήσσονος σημασίας ·κίνδυνοι που αυξάνουν την πιθανότητα της «χαμένης γενιάς». Ενδεικτικά,
Η λογική που διαπερνά τις διαρθρωτικές παρεμβάσεις του μνημονίου συνεργασίας στην αγορά εργασίας και στους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα αρθρώνεται στη διαπίστωση ότι οι νέοι εργαζόμενοι συνιστούν -πρωτίστως και κυρίως- κόστος για τις επιχειρήσεις. Επομένως, η μείωση της ανεργίας και η αύξηση των δυνατοτήτων απασχόλησης των νέων προϋποθέτουν τη μείωση της αξίας της εργατικής τους δύναμης. Ειδικώς, στο μνημόνιο συνεργασίας προβλέπεται η αναθεώρηση του κατώτατου μισθολογίου μέσω της υιοθέτησης νομοθεσίας για τους κατώτατους μισθούς με ειδικές προβλέψεις (sub-minima) για τους νέους εργαζομένους.
Η επιλογή της μείωσης του επιπέδου του κατώτατου μισθού για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας αρθρώνεται στο επιχείρημα της ενθάρρυνσης των επιχειρήσεων να προσλάβουν νέο εργατικό δυναμικό από τη δεξαμενή της πλεονάζουσας προσφοράς εργασίας, το οποίο είναι πρόθυμο να εργαστεί με μισθό κατώτερο από το μισθό που επικρατούσε στη αγορά (μείωση ανεργίας νέων). Αν και υπάρχει μία σχετική συναίνεση για τις αρνητικές επιπτώσεις των θεσμικών ακαμψιών της αγοράς εργασίας στην απασχόληση των νέων, εντούτοις η οικονομική/ εμπειρική οικονομική ανάλυση για τη διαδεδομένη υπόθεση της θετικής συσχέτισης της μεταβολής του κατώτατου μισθού και της ανεργίας των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας είναι αρκετά αντιφατική. Επιπρόσθετα, η συμπίεση του μισθολογικού κόστους ευθέως συσχετίζεται με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και με πιθανά μελλοντικά οφέλη στην απασχόληση, δίχως ωστόσο η μέχρι πρότινος ελληνική εμπειρία να μπορεί να επιβεβαιώσει επαρκώς αυτή την υπόθεση.
Υπάρχουν θετικά σ΄ αυτή την επιλογή οικονομικής πολιτικής για τους νέους; Εδώ, πρέπει να οδηγηθούμε σε μία σκληρή παραδοχή. Πρέπει να αποδεχθούμε ως μοναδικό το δίλημμα «ανεργία vs εργασία κάτω από 600 ευρώ» και να υποθέσουμε ότι, η μείωση του μισθού των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας θα τονώσει την απασχόληση των νέων. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι νεοεισερχόμενοι που θα επωφεληθούν από αυτή τη μείωση του κατώτατου μισθού βρίσκοντας εργασία θα μείνουν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα εντός της αγοράς εργασίας βελτιώνοντας βαθμιαία την εισοδηματική τους κατάσταση. Η χαμηλή ποιότητα επιχειρηματικότητας, η συντηρητική επιχειρηματική κουλτούρα στα πρότυπα ανάδειξης και αμοιβών, η αύξηση της εργασιακής ευελιξίας και η απουσία πολιτικών κοινωνικής υποστήριξης των νέων υποδεικνύουν -μάλλον- τον ισχυρό κίνδυνο ότι για τους περισσότερους νέους η αγορά εργασίας θα αποτελεί ένα σύντομο διάλειμμα που θα διακόπτει μεγάλα διαστήματα παραμονής στην ανεργία και στην «εισοδηματική καχεξία».
Μία πιθανή θετική παράμετρος αυτής της πολιτικής είναι -πιθανώς- η τόνωση της νεανικής επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, σ΄ αυτή την περίπτωση η νεανική επιχειρηματικότητα (θα εξακολουθήσει να) αποτελεί έσχατη επιλογή ανάγκης μετά από μία μακρά αποτυχημένη διαδρομή στην αναζήτηση μισθωτής εργασίας στο δημόσιο ή/και στον ιδιωτικό τομέα. Άλλωστε, ακόμα και μία ενίσχυση της «μικροεπιχειρηματικότητας ανάγκης» είναι αβέβαιη, δίχως μία άμεση μεταβολή στις δημόσιες πολιτικές και τη χάραξη ενός συνεκτικού, στρατηγικού εθνικού σχεδίου για τη νεανική επιχειρηματικότητα.
Δίχως αμφιβολία, αυτή η πολιτική επιλογή για την ενίσχυση της απασχόλησης των νέων κρύβει κρίσιμους κινδύνους που οι σχεδιαστές πολιτικής παραμελούν, ή σκοπίμως θεωρούν ήσσονος σημασίας ·κίνδυνοι που αυξάνουν την πιθανότητα της «χαμένης γενιάς». Ενδεικτικά,
- οι μισθολογικές πιέσεις σε συνδυασμό με την αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, επιδεινώνουν την -ήδη εδώ και χρόνια- επιβαρημένη κατάσταση της αγοράς εργασίας για τους νέους (χαμηλές αμοιβές, υπερεργασία, πολυαπασχόληση, ανομία…). Μάλιστα, παρά τις σαφείς προτάσεις του μνημονίου συνεργασίας για τη μείωση του μισθολογικού κόστους, οι προτάσεις για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και την αναθεώρηση του «διχτύου κοινωνικής προστασίας» παραμένουν θολές και ανεπεξέργαστες (γενικότητες). Η εργασιακή ευελιξία και η μισθολογική συμπίεση δεν συνοδεύονται από μία αύξηση της κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας.
- η χειροτέρευση των όρων εργασίας των νεοεισερχομένων είναι πιθανό να αποθαρρύνει πολλούς νέους να εισέλθουν στην αγορά εργασίας και να οδηγήσει στις ακόλουθες επιλογές: παραμονή «εντός των τειχών» της οικογενειακής προστασίας, επιμήκυνση της διάρκειας σπουδών, αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό.
- η γενικευμένη αντίληψη «νέοι = κόστος» και η συνακόλουθη εισοδηματική πολιτική, αποδυναμώνει τα κίνητρα για μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Η επίμονη απουσία «μη υλικής επιβράβευσης» της προσπάθειας οδηγεί σε απογοήτευση, μειωμένη απόδοση και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αναμφίβολα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η συνταγή της μείωσης του εργατικού κόστους οδηγεί αναπόφευκτα σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας
- η χειροτέρευση του φαινομένου της μειωμένης αυτονόμησης των νέων (παραμονή εντός της οικογενειακής στέγης μέχρι τα 30+) και η αποθάρρυνση της διαμόρφωσης ενός «σχεδίου ζωής» πιθανότατα θα έχει μεγάλη αρνητική επίπτωση στη διαδικασία που βαθμιαία υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, την πληθυσμιακή γήρανση. Μελλοντικά, θα είναι ανυπολόγιστο το κοινωνικό και οικονομικό κόστος αν υπονομευτεί ακόμα περισσότερο η «αυτονομία» των νέων και οδηγηθούμε σε μία καθολική κοινωνία «μαμάκηδων». Η διαμόρφωση μίας ειδικής στεγαστικής πολιτικής για τους νέους (ειδικά κίνητρα, υποστήριξη και φοροαπαλλαγές) είναι εξόχως σημαντική ως αντιστάθμισμα της οικονομικής πίεσης.
Συνολικά, η αναμόρφωση των δομών και των πολιτικών κοινωνικής προστασίας και η είσοδος των νέων εντός των τειχών του κοινωνικού κράτους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάσχεση του κινδύνου της "χαμένης γενιάς". Ωστόσο, καμία νέα πολιτική για τη νέα γενιά δεν μπορεί να σχεδιαστεί προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν συνηδειτοποιήσουμε ότι οι νέοι δεν αποτελούν κόστος και πρόβλημα, αλλά σπάνιο πόρο για ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία.