Υπάρχει μία ευρύτερη κοινωνική συναίνεση για το θεμελιώδη ρόλο και την κρίσιμη σημασία της παράδοσης στη συγκρότηση, στην ανάπτυξη και στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχηματισμών. Ωστόσο, συνιστά κοινή παραδοχή ότι στη σύγχρονη μετανεωτερική κοινωνία, η παράδοση εγγράφεται σε μία νέα διαλεκτική σχέση με την κοινωνική πρόοδο ή διαφορετικά σε ένα σύγχρονο κοινωνικό πλαίσιο, με έντονα στοιχεία συγκρουσιακού χαρακτήρα.
Η εντεινόμενη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και η ραγδαία τεχνολογική μεταβολή ανατέμνουν τις παραδοσιακές κοινωνίες διαχέοντας νέα πολιτισμικά πρότυπα και εναλλακτικές μορφές κοινωνικής αυτοκατανόησης και αυτοκαθορισμού.
Υπό αυτή την έννοια, τα άτομα αντιλαμβάνονται πολύ διαφορετικά τον κοινωνικό τους ρόλο και τη σχέση τους με την κοινωνία. Η κοινωνία διέρχεται σε ένα στάδιο μετάβασης προς διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης απορρίπτοντας -συνειδητά ή ασύνειδα- παραδοσιακά πολιτισμικά στοιχεία και υιοθετώντας νέα κοινωνικά και αναπτυξιακά πρότυπα.
Αναμφίβολα, η παραδοσιακή τοπική κουλτούρα τείνει να αντικαθίσταται από μία σύγχρονη, περισσότερο διατοπική ή/και διεθνική.
Στο νέο πολιτισμικό τοπίο, η παραδοσιακή κοινωνία επιδιώκει ένα συμβιβασμό μεταξύ της κοινωνικής αλλαγής και της παράδοσης. Ενώ ενσωματώνει διαρκώς σύγχρονα πολιτισμικά στοιχεία, ταυτόχρονα διαφυλάττει την παραδοσιακή πολιτιστική της ταυτότητα.
Ωστόσο, ο συμβιβασμός αυτός είναι συχνά περισσότερο μηχανιστικός και διαχειριστικός, παρά λειτουργικός και καινοτόμος.
Η παράδοση εξωθείται σε ένα στατικό διαχειριστικό πλαίσιο με ελλιπή δυναμικά στοιχεία και ισχνή επαφή με τη σύγχρονη αναπτυξιακή δυναμική. Η δυστοκία της αποτελεσματικής σύνδεσης της παράδοσης με τα νέα κοινωνικά αναπτυξιακά πρότυπα αποτυπώνεται κυρίως στην εσφαλμένη αντίληψη για την ταύτιση της παράδοσης με την πολιτιστική κληρονομιά. Τούτη η δυστοκία παράγει αναπότρεπτες στρεβλώσεις και δημιουργεί εμπόδια σε νέες καινοτόμες αναπτυξιακές διαδικασίες.
Η παραδοσιακή κοινωνία μπορεί να αντιμετωπίσει τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα -όπως είναι τα όρια της αστικής ανάπτυξης, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, οι κοινωνικές ανισότητες και η «νέα» φτώχεια- εφόσον επιστρέψει στις ρίζες της, δηλαδή εφόσον (ξανά) ανακαλύψει και προσεγγίσει την παράδοση υπό μία, όμως, εντελώς διαφορετική ερμηνευτική σκοπιά. Η ταύτιση της παράδοσης με την πολιτιστική κληρονομιά δημιουργεί συνθήκες περιορισμού και εγκλωβισμού της, διότι κατ, αυτόν τον τρόπο ανάγεται αποκλειστικά στη σφαίρα της συλλογικής ιστορικής μνήμης.
Η πολιτιστική κληρονομιά είναι «κάτι» το οποίο παραδίδεται διαδοχικά σε κάθε γενιά με σκοπό την ορθή διαχείριση για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και τη διασφάλιση της διαχρονικής αναπαραγωγής της συλλογικής κοινωνικής ταυτότητας.
Ωστόσο, η παράδοση είναι έννοια ευρύτερη, αξιολογικά και ιδεολογικά φορτισμένη.
Η παράδοση δεν εξαντλείται στη συλλογική ιστορική μνήμη, αλλά είναι ζώσα κοινωνική πραγματικότητα, διαμορφώνει τη συλλογική στάση ζωής και την ευρύτερη κοινωνική κουλτούρα.
Η παράδοση αποτυπώνεται στο συλλογικό κοινωνικό νου και ενσωματώνεται ποιοτικά στην κοινωνική μεταβολή.
Η παράδοση δεν είναι έννοια στατική και άκαμπτη, αλλά δυναμική και ευέλικτη.
Η σύγχρονη κοινωνία μεταβάλλεται διαρκώς με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ταυτόχρονα και σύγχρονη και παραδοσιακή. Σ, αυτό το πλαίσιο αναφοράς, απαιτείται κάτι περισσότερο από μία απλή διαχείριση της παράδοσης (άλλωστε από μόνη της η έννοια της διαχείρισης είναι αξιολογικά ουδέτερη). Απαιτείται μία συστηματική ενσωμάτωση της παράδοσης στα σύγχρονα πρότυπα ανάπτυξης με άξονα αναφοράς την «τοπικότητα».
Η τοπικότητα ως έννοια συμπυκνώνει όλες εκείνες τις ιδιότητες που διαμορφώνουν τη φύση και τον χαρακτήρα των τοπικών κοινωνιών. Το φυσικό περιβάλλον, η τοπική γεωγραφία, οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι ιστορικοί κοινωνικοί δεσμοί και η συλλογική κουλτούρα συνθέτουν την τοπικότητα. Η τοπικότητα αποτελεί την αυθεντική έκφραση της παράδοσης και η παράδοση την τυπική όψη της τοπικότητας. Οι δύο έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και αλληλένδετες. Κεντρική ιδέα του παρόντος κειμένου είναι να ιδωθεί η παράδοση υπό το πρίσμα της τοπικότητας και να εγγραφεί σε ένα νέο δυναμικό πλαίσιο με σύγχρονα αναπτυξιακά στοιχεία.
Ποια παραδείγματα και ποιες σκέψεις αντλούνται από μία τέτοια θεώρηση;
Βασικό παράδειγμα στη σχέση τοπικότητα-ανάπτυξη αποτελεί η αξιοποίηση και η αποτελεσματική διαχείριση του περιβάλλοντος.
Το φυσικό περιβάλλον συνιστά θεμελιώδες στοιχείο της παραδοσιακής κοινωνίας και της τοπικότητας. Η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο εναλλακτικός τουρισμός, οι βιολογικές καλλιέργειες είναι σύγχρονες πτυχές της ανάπτυξης που ενσωματώνουν λειτουργικά την παράδοση.
Επιπρόσθετα, αντλώντας έμπνευση από το φυσικό περιβάλλον και τις γεωγραφικές τοπικές ιδιαιτερότητες, μπορούν να αναδειχθούν νέα καινοτόμα πρότυπα αστικής ανάπτυξης. Λόγου χάρη, η ενσωμάτωση του φυσικού στοιχείου στην οικοδομική δραστηριότητα, ή εναλλακτικά η διαμόρφωση ενός σύγχρονου οικιστικού προτύπου με έντονη την παρουσία της ιστορικότητας και της παράδοσης, διαμορφώνει μία λειτουργική σχέση ανάπτυξης και περιβάλλοντος στο πλαίσιο μίας σύγχρονης, καινοτόμας και πρωτότυπης αισθητικής. Η παραδοσιακή κοινωνία σήμερα οφείλει να διαμορφώνει την αναπτυξιακή της στρατηγική αξιοποιώντας όλες τις ιδιαίτερες πτυχές της τοπικότητας.
Ένα πρόσθετο παράδειγμα στη σχέση τοπικότητα-ανάπτυξη αποτελεί η αξιοποίηση των δυνατοτήτων της κοινωνικής οικονομίας. Η κοινωνική αλληλεγγύη, ο συνεργατισμός, ο συνεταιρισμός και ο εθελοντισμός είναι έννοιες ιστορικά συνδεδεμένες με την παραδοσιακή τοπική κουλτούρα.
Η ανάπτυξη θεσμών και πρακτικών κοινωνικής οικονομίας -όπως οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι «μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), οι εθελοντικές οργανώσεις, οι κοινωνικές επιχειρήσεις, οι δράσεις πολιτών- συνιστούν τυπικό παράδειγμα ενσωμάτωσης της τοπικότητας στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Η νέα ανάγνωση της παράδοσης υπό το πρίσμα της τοπικότητας επαναπροσδιορίζει την έννοια της παραδοσιακής κοινωνίας.
Η ενσωμάτωση της παράδοσης στη σύγχρονη αναπτυξιακή διαδικασία και η δημιουργία εναλλακτικών αναπτυξιακών προτύπων συνιστά κρίσιμη πρόκληση για τις τοπικές κοινωνίες.
Η κοινωνική διαβούλευση, οι δημιουργικές πρωτοβουλίες και η ενεργοποίηση των αυτοδιοικητικών φορέων είναι απαραίτητοι παράγοντες για την υλοποίηση καινοτόμων στρατηγικών και οραμάτων.