Με αφορμή την (με δυσάρεστο τρόπο) επαναφορά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος της διένεξης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνιων, καταγράφω - μεταξύ άλλων - 6 θεμελιώδεις παράγοντες, δηλωτικούς της ιδιόμορφης συγκρουσιακής "φύσης" της. Η παράθεση των μεταβλητών που οριοθετούν το ευρύτερο πλαίσιο της διαμάχης βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του ζητήματος... (η δική μου σκέψη περιστρέφεται διαρκώς γύρω από τον 3ο παράγοντα, πιθανώς είναι αυτός με το περισσότερο ενδιαφέρον). α) Η αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων.
Η διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων αποτελεί έκφραση ασυμβίβαστης αντικειμενικής διαφοράς και συνακόλουθα προσδιορίζεται από αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων. Ο συγκρουσιακός χαρακτήρας της διένεξης συγκροτείται στη βάση ασυμβίβαστων και αμοιβαίως αποκλειόμενων θέσεων και συμφερόντων. Στο πρώιμο στάδιο της διένεξης, οι δύο πλευρές επιδιώκουν την πλήρη εδαφική κυριαρχία στην περιοχή που είναι ιστορικώς προσδιορισμένη ως Γη της Παλαιστίνης. Επομένως, οι θέσεις κάθε μέρους απειλούν την ασφάλεια και την επιβίωση του αντιπάλου. Χρησιμοποιώντας όρους από το γνωστικό αντικείμενο της θεωρίας παιγνίων, το παίγνιο μεταξύ των δύο μερών είναι μηδενικού αθροίσματος, γεγονός που καθιστά αδύνατη κάθε προσπάθεια συναίνεσης και συμβιβασμού. Στο ύστερο στάδιο της διαμάχης, όπου λαμβάνει χώρα η διαδικασία επίλυσης της διένεξης στη βάση δημιουργίας ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, οι θέσεις των δύο μερών στις διαπραγματεύσεις εξακολουθούν να είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, συνεπώς η μετατροπή της διένεξης σε παίγνιο θετικού αθροίσματος θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολη.
β) Η ασυμμετρία της διαμάχης.
Κεντρικό προσδιοριστικό στοιχείο της διένεξης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων είναι η έντονη ασυμμετρία της. Η ασυμμετρία της διαμάχης έχει διττό χαρακτήρα. Σε θεσμικούς όρους, πρόκειται για μία διένεξη μεταξύ ενός κυρίαρχου, ανεξάρτητου εθνικού κράτους και μιας διοικούσας αρχής (Παλαιστινιακή Αρχή) ή παλαιότερα ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (ΟΑΠ). Στην ουσία πρόκειται για μία δια-εθνική και όχι διακρατική διένεξη. Σε όρους ισχύος, υπάρχει τεράστια ανισότητα ως προς την κατανομή της οικονομικής, πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής ισχύος μεταξύ των δύο μερών. Ο ρυθμιστικός ρόλος του Ισραήλ στη διαπραγματευτική διαδικασία και η μακρόχρονη επιβίωσή του στο έντονα συγκρουσιακό του περιβάλλον, οφείλεται εν πολλοίς στο απόλυτο πλεονέκτημά του σε όρους ισχύος συγκριτικά με τους αντιπάλους του.
γ) Η λειτουργικότητα της διένεξης.
Εκτός από την έντονα συγκρουσιακή και ασυμμετρική της φύση, η ιδιομορφία της διένεξης έγκειται στο λειτουργικό της χαρακτήρα. Μία διαμάχη θεωρείται λειτουργική όταν παράγει θετικές εξωτερικότητες για τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι θετικές λειτουργίες που παράγει η διένεξη αφορούν στην ενίσχυση της εσωτερικής - πολιτικής και κοινωνικής - συνοχής και στη σφυρηλάτηση της εθνικής συνείδησης των δύο μερών. Στο βαθμό που το συνολικό όφελος που εισπράττουν τα δύο μέρη από τη συνέχιση της διαμάχης υπερβαίνει το κόστος της ενδεχόμενης επίλυσής της, η διένεξη θα διαιωνίζεται. Η σκληροπυρηνική συμπεριφορά και η μακροχρόνια επιβίωση των ριζοσπαστικών ελίτ εκατέρωθεν, καταδεικνύουν τη λειτουργικότητα της διένεξης. Σ’ αυτό το αναλυτικό πλαίσιο μπορεί να ιδωθεί αφενός η μεγάλη λαϊκή απήχηση των δεξιών ισραηλινών κομμάτων (π.χ το Λικούντ) και αφετέρου η ενδυνάμωση δυναμικών παλαιστινιακών οργανώσεων.
δ) Η ψυχολογική δυναμική της διαμάχης.
Η ψυχολογική διάσταση μιας διαμάχης νοείται ως η διαμορφωθείσα αντίληψη κάθε μέρους για το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του αντιπάλου. Οι ‘πειθαρχίες’ της κοινωνικής ψυχολογίας και των Διεθνών Σχέσεων θεωρούν ότι η ψυχολογική δυναμική μιας διαμάχης σταδιακά ταυτίζεται με την αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων, καθιστώντας έτσι ανεδαφική κάθε προσπάθεια συμβιβασμού και συναίνεσης. Η υψηλή ένταση και η μακρά χρονική διάρκεια της εξεταζόμενης διένεξης έχει επισωρεύσει ένα κρίσιμο απόθεμα ψυχολογικής δυναμικής. Κάθε μέρος θεωρεί τον αντίπαλο φύσει επιθετικό, ανήθικο και ανάξιο εμπιστοσύνης. Οι στερεότυπες αυτές αντιλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες τόσο στην κοινή γνώμη των δύο μερών όσο και στις πολιτικές τους ηγεσίες. Ιδιαίτερα στο πρώιμο στάδιο της διαμάχης, οι επίσημες θέσεις και οι άξονες πολιτικής των δύο μερών συνίστατο στην πλήρη άρνηση αποδοχής του αντιπάλου ως αντάξιου συνομιλητή και στη δεδομένη απόρριψη του θεσμικού του ρόλου.
ε) Η ιδεολογική διάσταση της διαμάχης και η δυναμική του εθνικισμού.
Η διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων δε νοείται απλά ως μία σύγκρουση δύο διαφορετικών πολιτικών οντοτήτων και, συνεπώς, δε μπορεί να ιδωθεί μόνο ως τέτοια. Ουσιαστικά, πρόκειται για μία διαμάχη μεταξύ δύο πολιτισμών, δύο εκ διαμέτρου αντίθετων ιδεολογικών, πολιτικών και πολιτιστικών παραδόσεων. Οι πολιτισμικές διαφορές των δύο μερών βρίσκουν την πιο ακραία τους έκφραση στις εθνικιστικές, θρησκευτικές ιδεολογικές παραδόσεις του σιωνισμού και του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Αμφότερα, η δυναμική του εθνικισμού οξύνει την ψυχολογική διάσταση της διαμάχης, εντείνοντας το κλίμα αναξιοπιστίας και έλλειψης ανεκτικότητας και εμπιστοσύνης. Σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών, η διαφορετική πολιτική κουλτούρα αποτυπώνεται έντονα στις διαπραγματευτικές διαδικασίες, όπου τα αντιμαχόμενα μέρη αδυνατούν να βρουν κοινά ‘κανάλια’ επικοινωνίας.
στ) Το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον της διαμάχης.
Σημαντικό στάδιο στη διαδικασία αναδίφησης του χαρακτήρα και της φύσης της διένεξης είναι ο προσδιορισμός του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται. Ο ‘χώρος’ εξέλιξης της διαμάχης εντοπίζεται σε δύο επίπεδα : α) το εσωτερικό περιβάλλον, το οποίο ορίζεται ως ο χώρος δράσης των δύο αντιμαχόμενων μερών και β) το εξωτερικό περιβάλλον, το οποίο προσδιορίζεται από τις δράσεις του διεθνούς παράγοντα (ΟΗΕ, Η.Π.Α κτλ.) και τις διεθνείς διαστάσεις της διαμάχης (τρομοκρατία, γεωστρατηγικά συμφέροντα). Υπό αυτή τη θεωρητική σκοπιά, η διένεξη θεωρείται περιφερειακή και παγκόσμια ταυτόχρονα. Η αλληλεπίδραση του εσωτερικού και του εξωτερικού παράγοντα της διαμάχης δημιουργεί ένα δυναμικό πλέγμα σχέσεων που επηρεάζει την συνολική κατάσταση του ‘συστήματος’. Λόγου χάρη, μετριοπαθείς πολιτικές ηγεσίες στο εσωτερικό των δύο μερών και ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, θέτουν το ‘σύστημα’ σε κατάσταση σχετικής ηρεμίας και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυση του προβλήματος. Στην αντίθετη περίπτωση, άκαμπτες πολιτικές ηγεσίες και ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον προκαλούν ανισορροπία και κρίση στο ‘σύστημα’, απομακρύνοντας ενδεχόμενες προοπτικές επίλυσης.
Mack. R. και Snyder R.C, The Analysis of Social Conflict – Towards an Overview and Synthesis, Journal of Conflict Resolution, 1, No 4, 1957, σελ. 212-248
Lewis A. Coser, The Functions of Social Conflict, Glencoe,IL, Free Press 1956, σελ. 151-157
Ηρακλείδης Α., Η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση, εκδ. Παπαζήση, 1991
Για τη σχέση μεταξύ της κοινής γνώμης και των πολιτικών ηγεσιών που λαμβάνουν χώρα στις διαπραγματεύσεις βλ. Shamir J. και Shikaki K, Public Opinion in the Israeli – Palestinian Two Level Game, Journal of Peace Research,Vol. 42, No 3, 2005, σελ. 311-328.
Cynical, Το παλαιστινιακό πρόβλημα, σύντομη ιστορική επισκόπηση











