Σε διάφορες αναρτήσεις με αφορμή απεργιακές κινητοποιήσεις είχαμε συζητήσει ότι τα προβλήματα που προκύπτουν από την απεργία κοινωνικών ομάδων που απασχολούνται σε τομείς έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος (Δ.Ε.Η, λιμάνια, δημοτική καθαριότητα, ΤτΕ, τελωνειακοί…) ανάγονται -μεταξύ άλλων- στο ζήτημα της έλλειψης ενός λειτουργικού συμβιβασμού μεταξύ των διαφορετικών δικαιωμάτων, δηλαδή του δικαιώματος στην απεργία και του δικαιώματος του πολίτη π.χ στην ελεύθερη μετακίνηση και χρήση του δημόσιου χώρου, στη δυνατότητα κατανάλωσης των υπηρεσιών που πληρώνει κτλ. Αλίμονο όμως, μία τέτοια σκέψη είναι εντελώς ασύμβατη με την κοινωνικοπολιτική μας κουλτούρα και παράδοση. Η λειτουργική διευθέτηση της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων (ή/και μίας κοινωνικής ομάδας με την κυβέρνηση) προϋποθέτει υψηλά standard κοινωνικού διαλόγου και κοινωνικής/ πολιτικής υπευθυνότητας. Οπότε, τα περί «λειτουργικού συμβιβασμού συμφερόντων» ανήκουν -προς το παρόν τουλάχιστον- στη σφαίρα της ουτοπίας.
Η εγχώρια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα λειτουργεί με διαφορετικούς όρους:
α) η γενικευμένη ανομία, το ελλειμματικό κράτος δικαίου, η ανεπαρκής κοινωνική λογοδοσία και η ανύπαρκτη πολιτική/κοινωνική υπευθυνότητα έχουν διαμορφώσει συγκεκριμένες νόρμες συμπεριφοράς και δράσης. Π.χ. ελάχιστη εντύπωση προκαλούν το «κλείσιμο» ενός δρόμου, ο ξυλοδαρμός ενός καθηγητή και η βίαιη διακοπή μιας Συνέλευσης, οι βανδαλισμοί και το κάψιμο αυτοκινήτων, η κοπή δέντρων και η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος κτλ.
β) η πολιτική μέριμνα ως προς τη διαχείριση διαφορετικών κοινωνικών αιτημάτων συναρτάται περισσότερο με την πολιτική - πελατειακή ισχύ των κοινωνικών ομάδων που τα διατυπώνουν και λιγότερο με την αναγκαιότητα και το “δίκαιο” του αιτήματος. Π.χ. είναι (μάλλον) εφικτότερη η διατήρηση ενός «αντιπαραγωγικού» επιδόματος σε μία κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων παρά η αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπιση της εργοδοτικής ανομίας/ ασυδοσίας σε μία κατηγορία ιδιωτικών υπαλλήλων. Ή π.χ. είναι εξαιρετικά πιθανό να διατηρηθούν οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα «κλειστά επαγγέλματα» και εξαιρετικά απίθανο να ικανοποιηθούν τα αιτήματα της 2ης γενιάς μεταναστών.
Οι παραπάνω σκέψεις δεν είναι πρωτότυπες. Αν και κοινότυπες, απευθύνονται σε διάφορους δήθεν τηλε-δημοσιολόγους που διατυπώνουν ακραίους χαρακτηρισμούς για τους αγρότες: αχάριστοι, αναίσθητοι, αντιδραστικοί, εκβιαστές κτλ. Οι αγρότες δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ορθολογικοί δρώντες που δρουν στο πλαίσιο των κανόνων του κυρίαρχου «παιχνιδιού» και εκμεταλλεύονται την ευνοϊκή πολιτική συγκυρία (εκλογολογία & παροχές, Υπουργός των Τρακτέρ…). Έτσι -δυστυχώς- παίζεται το «παιχνίδι» και οι πολιτικά/ πελατειακά ισχυρές κοινωνικές ομάδας ανταποκρίνονται στους κυρίαρχους κανόνες του (βλ. π.χ και τους παντός τύπου προσοδοθήρες). Η κυβέρνηση βολεύεται με αυτή την κατάσταση. Όταν μπορεί, επίσημα ή ανεπίσημα, ικανοποιεί τα αιτήματα των πολιτικά ισχυρών και ενισχύει το πολιτικό/κομματικό «ταμείο», ενώ όταν δεν μπορεί υιοθετεί την γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε» και επιλέγει την υπεράσπιση του κοινωνικού συνόλου.
Στη περίπτωση των αγροτών, το «παιχνίδι» άγγιξε τα όριά του. Η εξάρτηση από τα πελατειακά δίκτυα, η αποδόμηση του συνεταιριστικού κινήματος, το βόλεμα των κοινοτικών επιδοτήσεων, ο εφησυχασμός/ αδράνεια από τις μπαρούφες της πολιτικής ρητορείας (ο πρωθυπουργός είναι εδώ και θα δίνει συνέχεια μάχη στις Βρυξέλλες!) και η σιγουριά του «αν δεν πάει κάτι καλά θα κλείσουμε τους δρόμους και θα τα βρούμε» οδηγούν στα σημερινά δίκαια αιτήματα και αδιέξοδα: χαμηλές τιμές, υψηλό κόστος, μείωση εισοδημάτων, μη ανταγωνιστικές καλλιέργειες, ελλιπής εκσυγχρονισμός. Οι αγρότες σήμερα είναι εγκλωβισμένοι, όμηροι στην τακτική ενός «παιχνιδιού» που γι΄ αυτούς πλέον δεν παράγει θετικά αποτελέσματα. Μάλλον το συνειδητοποιούν. Το αίτημα που διατυπώνουν για μία νέα εθνική στρατηγική για τον αγροτικό χώρο και την ύπαιθρο είναι το ζητούμενο. Ίδωμεν…
α) η γενικευμένη ανομία, το ελλειμματικό κράτος δικαίου, η ανεπαρκής κοινωνική λογοδοσία και η ανύπαρκτη πολιτική/κοινωνική υπευθυνότητα έχουν διαμορφώσει συγκεκριμένες νόρμες συμπεριφοράς και δράσης. Π.χ. ελάχιστη εντύπωση προκαλούν το «κλείσιμο» ενός δρόμου, ο ξυλοδαρμός ενός καθηγητή και η βίαιη διακοπή μιας Συνέλευσης, οι βανδαλισμοί και το κάψιμο αυτοκινήτων, η κοπή δέντρων και η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος κτλ.
β) η πολιτική μέριμνα ως προς τη διαχείριση διαφορετικών κοινωνικών αιτημάτων συναρτάται περισσότερο με την πολιτική - πελατειακή ισχύ των κοινωνικών ομάδων που τα διατυπώνουν και λιγότερο με την αναγκαιότητα και το “δίκαιο” του αιτήματος. Π.χ. είναι (μάλλον) εφικτότερη η διατήρηση ενός «αντιπαραγωγικού» επιδόματος σε μία κατηγορία δημοσίων υπαλλήλων παρά η αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπιση της εργοδοτικής ανομίας/ ασυδοσίας σε μία κατηγορία ιδιωτικών υπαλλήλων. Ή π.χ. είναι εξαιρετικά πιθανό να διατηρηθούν οι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα «κλειστά επαγγέλματα» και εξαιρετικά απίθανο να ικανοποιηθούν τα αιτήματα της 2ης γενιάς μεταναστών.
Οι παραπάνω σκέψεις δεν είναι πρωτότυπες. Αν και κοινότυπες, απευθύνονται σε διάφορους δήθεν τηλε-δημοσιολόγους που διατυπώνουν ακραίους χαρακτηρισμούς για τους αγρότες: αχάριστοι, αναίσθητοι, αντιδραστικοί, εκβιαστές κτλ. Οι αγρότες δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ορθολογικοί δρώντες που δρουν στο πλαίσιο των κανόνων του κυρίαρχου «παιχνιδιού» και εκμεταλλεύονται την ευνοϊκή πολιτική συγκυρία (εκλογολογία & παροχές, Υπουργός των Τρακτέρ…). Έτσι -δυστυχώς- παίζεται το «παιχνίδι» και οι πολιτικά/ πελατειακά ισχυρές κοινωνικές ομάδας ανταποκρίνονται στους κυρίαρχους κανόνες του (βλ. π.χ και τους παντός τύπου προσοδοθήρες). Η κυβέρνηση βολεύεται με αυτή την κατάσταση. Όταν μπορεί, επίσημα ή ανεπίσημα, ικανοποιεί τα αιτήματα των πολιτικά ισχυρών και ενισχύει το πολιτικό/κομματικό «ταμείο», ενώ όταν δεν μπορεί υιοθετεί την γνωστή τακτική του «διαίρει και βασίλευε» και επιλέγει την υπεράσπιση του κοινωνικού συνόλου.
Στη περίπτωση των αγροτών, το «παιχνίδι» άγγιξε τα όριά του. Η εξάρτηση από τα πελατειακά δίκτυα, η αποδόμηση του συνεταιριστικού κινήματος, το βόλεμα των κοινοτικών επιδοτήσεων, ο εφησυχασμός/ αδράνεια από τις μπαρούφες της πολιτικής ρητορείας (ο πρωθυπουργός είναι εδώ και θα δίνει συνέχεια μάχη στις Βρυξέλλες!) και η σιγουριά του «αν δεν πάει κάτι καλά θα κλείσουμε τους δρόμους και θα τα βρούμε» οδηγούν στα σημερινά δίκαια αιτήματα και αδιέξοδα: χαμηλές τιμές, υψηλό κόστος, μείωση εισοδημάτων, μη ανταγωνιστικές καλλιέργειες, ελλιπής εκσυγχρονισμός. Οι αγρότες σήμερα είναι εγκλωβισμένοι, όμηροι στην τακτική ενός «παιχνιδιού» που γι΄ αυτούς πλέον δεν παράγει θετικά αποτελέσματα. Μάλλον το συνειδητοποιούν. Το αίτημα που διατυπώνουν για μία νέα εθνική στρατηγική για τον αγροτικό χώρο και την ύπαιθρο είναι το ζητούμενο. Ίδωμεν…