Στην εγχώρια δημόσια πολιτική συζήτηση συχνά διατυπώνεται η αναγκαιότητα για την άσκηση μίας ενεργότερης (επεκτατικής) δημοσιονομικής πολιτικής (βλ. χαλάρωση του ΣΣΑ) για την τόνωση της συνολικής ζήτησης στην οικονομία και συνακόλουθα την ενίσχυση της παραγωγής και της απασχόλησης. Αναμφίβολα, η “κεινσιανής” προέλευσης βραχυχρόνια συνταγή (ως προς το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής) σταθεροποίησης της οικονομίας σε συνθήκες κρίσης, ειδικώς μέσω της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων, είναι -γενικώς- μία ενδεδειγμένη μακροοικονομική πολιτική. Ωστόσο, πίσω από τη δημοφιλία και την οικονομική-εμπειρική θεμελίωση αυτής της οικονομικής πολιτικής, συχνά υπάρχουν ορισμένα -λανθάνοντα- θέματα που προσελκύουν το ενδιαφέρον.
α) Στο πολιτικό σύστημα φαίνεται να αναφωνούν οι περισσότεροι ότι «είμαστε όλοι Κεινσιανοί!». Ωστόσο, εξαιτίας της a la carte χρήσης του Keynes στη δημόσια πολιτική θα ήταν ακριβέστερη η διατύπωση «είμαστε όλοι μισο-κενσιανοί!». Η κεινσιανή θεωρία ενθαρρύνει τη δημιουργία ελλειμμάτων όταν υπάρχει υποχώρηση της συνολικής ζήτησης στην οικονομία και δημιουργείται ανεργία (κυκλική), ενώ υποδεικνύει τη δημιουργία πλεονασμάτων όταν υπάρχει υπερβάλλουσα συνολική ζήτηση (υπερβαίνει το επίπεδο της πλήρους απασχόλησης) και ασκείται πίεση στο γενικό επίπεδο των τιμών (πληθωρισμός). Η εμπειρία των προηγούμενων ετών αποτυπώνει το “half-keynesian paradigm” στην ελληνική οικονομία: ελλείμματα και στις κακές και στις καλές μέρες! Αυτή η παρανόηση, που μάλλον αποτελεί μία έξυπνη ακαδημαϊκή/θεωρητική δικαιολογία για την αλόγιστη δημοσιονομική επέκταση (η θεωρία Δημόσιας Επιλογής μας προσφέρει εκτεταμένη επιχειρηματολογία), δημιουργεί σήμερα το μείζον πρόβλημα: να πρέπει να ενισχύσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα και να μη μπορούμε (υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό κόστος δανεισμού). Οπότε, όσοι θυμούνται τον Keynes στην κρίση, θα ήταν προτιμότερο να τον θυμούνται και στην ανάκαμψη.
β) Η γενική ενίσχυση των εισοδημάτων (μέσω φορολογικής ή/και εισοδηματικής πολιτικής), δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στην ελληνική οικονομία θα δημιουργήσει τα αναμενόμενα κεινσιανά αποτελέσματα (αύξηση παραγωγής, απασχόλησης). Λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών και της ισχνής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ πιθανό η αυξημένη αγοραστική δύναμη να διοχετευθεί στις εισαγωγές, δηλαδή να ενισχυθεί η ζήτηση της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας κτλ. με δυσμενείς επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (η δεκαετία του ’80 μας δίνει ένα σινιάλο).
γ) Σε μία οικονομία με τόσο ευμετάβλητο φορολογικό σύστημα και ήδη εκτεταμένο δημοσιονομικό πρόβλημα, η γενική ενίσχυση των εισοδημάτων ενδέχεται να προτρέψει τους πολίτες να αντιληφθούν ότι η παρούσα τόνωση της αγοραστικής τους δύναμης (αύξηση ελλείμματος) θα συνοδευτεί από μία μελλοντική αύξηση των φόρων. Οπότε, είναι αρκετά πιθανό το πρόσθετο εισόδημα να διοχετευθεί στην αποταμίευση και όχι στην κατανάλωση, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αναπόφευκτοι μελλοντικοί φόροι (ίσως ένα τέτοιο επιχείρημα για την ελληνική περίπτωση να έλκει τις υποθέσεις του από την RicardianEquivalance).
δ) Η εισοδηματική ενίσχυση των πολιτών με τη μεγαλύτερη ροπή προς κατανάλωση (τα φτωχότερα εισοδηματικά/κοινωνικά στρώματα) είναι αρκετά αποτελεσματική (δείτε και την προηγούμενη ανάρτηση για τη σκέψη θέσπισης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος). Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση της εκτεταμένης παραοικονομίας, είναι πολύ πιθανό η ενίσχυση των ασθενέστερων να τονώσει κυρίως τη «μαύρη αγορά» δίχως να επιφέρει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην επίσημη οικονομία. Εδώ, ένας ειδικός σχεδιασμός εισοδηματικής στήριξης με συνδυασμό χρηματικής ενίσχυσης και ειδικά καταναλωτικά κουπόνια θα μπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσματα.
β) Η γενική ενίσχυση των εισοδημάτων (μέσω φορολογικής ή/και εισοδηματικής πολιτικής), δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι στην ελληνική οικονομία θα δημιουργήσει τα αναμενόμενα κεινσιανά αποτελέσματα (αύξηση παραγωγής, απασχόλησης). Λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών και της ισχνής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ πιθανό η αυξημένη αγοραστική δύναμη να διοχετευθεί στις εισαγωγές, δηλαδή να ενισχυθεί η ζήτηση της Κίνας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας κτλ. με δυσμενείς επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (η δεκαετία του ’80 μας δίνει ένα σινιάλο).
γ) Σε μία οικονομία με τόσο ευμετάβλητο φορολογικό σύστημα και ήδη εκτεταμένο δημοσιονομικό πρόβλημα, η γενική ενίσχυση των εισοδημάτων ενδέχεται να προτρέψει τους πολίτες να αντιληφθούν ότι η παρούσα τόνωση της αγοραστικής τους δύναμης (αύξηση ελλείμματος) θα συνοδευτεί από μία μελλοντική αύξηση των φόρων. Οπότε, είναι αρκετά πιθανό το πρόσθετο εισόδημα να διοχετευθεί στην αποταμίευση και όχι στην κατανάλωση, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αναπόφευκτοι μελλοντικοί φόροι (ίσως ένα τέτοιο επιχείρημα για την ελληνική περίπτωση να έλκει τις υποθέσεις του από την RicardianEquivalance).
δ) Η εισοδηματική ενίσχυση των πολιτών με τη μεγαλύτερη ροπή προς κατανάλωση (τα φτωχότερα εισοδηματικά/κοινωνικά στρώματα) είναι αρκετά αποτελεσματική (δείτε και την προηγούμενη ανάρτηση για τη σκέψη θέσπισης ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος). Ωστόσο, στην ελληνική περίπτωση της εκτεταμένης παραοικονομίας, είναι πολύ πιθανό η ενίσχυση των ασθενέστερων να τονώσει κυρίως τη «μαύρη αγορά» δίχως να επιφέρει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην επίσημη οικονομία. Εδώ, ένας ειδικός σχεδιασμός εισοδηματικής στήριξης με συνδυασμό χρηματικής ενίσχυσης και ειδικά καταναλωτικά κουπόνια θα μπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσματα.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου